Βογιάρος

Ρώσος βογιάρος του 17ου αιώνα
Γάμος Βογιάρων σε πίνακα του Κονσταντίν Μακόφσκι (1883).

Βογιάρος (βουλγαρικά:боляр or болярин, ουκρανικά:буй or боярин, ρωσικά:боярин, ρουμανικά:boier) [boˈjer] ήταν μέλος της ανώτερης φεουδαρχικής τάξης της Μοσχοβίας, του Κράτους των Ρως του Κίεβου, της Βουλγαρίας, της Βλαχίας, και της Μολδαβικής αριστοκρατίας, υποκείμενη μόνον στην εξουσία των κυρίαρχων πριγκήπων (γνωστοί στη Βουλγαρία και ως τσάροι), από τον 10ο μέχρι τον 17ο αιώνα.

Προέλευση της λέξης

Η λέξη ετυμολογείται είτε από τις ρωσικές λέξεις μπόι (= πολεμιστής) ή μπόλι (= μεγάλος) είτε, κατ΄άλλους από τις τούρκικες λέξεις μποϊλού (= μεγάλος, υψηλός) ή μπαγιάρ (=μεγιστάνας, πλούσιος).[1]

Σύνοψη

Οι Βογιάροι ήταν ανώτερη φεουδαρχική τάξη της ρωσικής κοινωνίας, από το 10ο έως τις αρχές του 18ου αι. Οι Βογιάροι διαμορφώθηκαν ως τάξη περίπου τον 10ο αι. Στην κοινωνική ιεραρχία βρίσκονταν αμέσως μετά την τάξη των ηγεμόνων και ένα μέρος τους υπηρετούσε στην ακολουθία των πριγκίπων. Απολάμβαναν πολλά προνόμια και κατείχαν ανώτατες στρατιωτικές θέσεις και διοικητικά αξιώματα. Με την εμφάνιση των τάσεων ενοποίησης και καθιέρωσης συγκεντρωτικού συστήματος του ρωσικού κράτους, η δύναμή τους άρχισε να παρακμάζει. Οι ιδιοκτησίες τους περιορίστηκαν και τους αφαιρέθηκαν σημαντικά πολιτικά προνόμια. Αποφασιστικό ήταν το χτύπημα που έδωσε στην τάξη των βογιάρων ο τσάρος Ιβάν ο Τρομέρος (16ος αι.) Η αποσύνθεση της τάξης τους ολοκληρώθηκε στα χρόνια το τσάρου Πέτρου του Μεγάλου, όταν οι βογιάροι άρχισαν να συγχωνεύονται σταδιακά με την τάξη των ευγενών.

Το αξίωμα επιβίωσε και ως επώνυμο στη Ρωσία και στη Φινλανδία, όπου προφέρεται ως "Pajari".[2]

Παραπομπές

  1. Εγκυκλοπαίδεια Δομή των 30 τόμων, τομ. 5, 6. 317 ISBN 960-8177-55-3
  2. Behind the names: Pajari