Δυτική Φραγκία

Ο διαχωρισμός της Φραγκικής Αυτοκρατορίας σε τρία μέρη με τη συνθήκη του Βερντέν το 843. Δυτική Φραγκία (ροζ), Μέση Φραγκία (πράσινο), και Ανατολική Φραγκία (κίτρινο).

Στην μεσαιωνική ιστοριογραφία, η Δυτική Φραγκία (λατινικά: Francia occidentalis) ή το Δυτικό Φραγκικό Βασίλειο (regnum Francorum occidentalium) αποτελεί το πρώτο στάδιο του Βασιλείου της Γαλλίας, και διήρκεσε από το, περίπου, 840 ως το 987. Η Δυτική Φραγκία δημιουργήθηκε από το διαμοιρασμό της Αυτοκρατορίας των Καρολιδών[1] μετά το θάνατο του Αυτοκράτορα Λουδοβίκου του Ευσεβή, αλλά ο ανατολικός-δυτικός διαχωρισμός «σταδιακά αποκρυσταλλώθηκε στην εγκαθίδρυση ξεχωριστών βασιλείων».[2]

Η Δυτική Φραγκία εκτεινόταν πιο νότια από τη σύγχρονη Γαλλία, αλλά δεν εκτεινόταν τόσο ανατολικά και δεν περιελάμβανε την Λωρραίνη και την Προβηγκία. Η εξουσία του βασιλιά της Δυτικής Φραγκίας ήταν μόλις αισθητή στη Βρετάνη και την Καταλονία (το μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας σήμερα στην Ισπανία). Αρχικά οι βασιλιάδες της Δυτικής Φραγκίας εκλέγονταν από κοσμικούς και εκκλησιαστικούς άρχοντες, και για μισό αιώνα από 888 ως το 936 διαλέγονταν εναλλάξ από τους Καρολίδες και τους Ροβερτιανούς.[3]

Δημιουργία

Μετά από τρία χρόνια εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε το θάνατο το Λουδοβίκου του Ευσεβή στις 20 Ιουνίου 840, υπογράφηκε τον Αύγουστο του 843 από τους τρεις γιους και κληρονόμους του η Συνθήκη του Βερντέν. Το βασίλειο της Δυτικής Φραγκίας πήγε στον νεότερο αδελφό Κάρολο τον Φαλακρό. Τα Μπερτινιανά Χρονικά περιγράφουν τον Κάρολο να φτάνει στο Βερντέν, όπου έλαβε χώρα "ο διαμοιρασμός των εδαφών. Αφού περιγράφει τα μερίδια των αδελφών του, Λοθάριου Α΄ (Μέση Φραγκία και Λουδοβίκου του Γερμανικού (Ανατολική Φραγκία), σημειώνει ότι «το υπόλοιπο μέχρι την Ισπανία δόθηκε στον Κάρολο»[4]. Τα Χρονικά της Φούλντα περιγράφουν τον Κάρολο να λαμβάνει το δυτικό μέρος μετά το «χωρισμό του βασιλείου στα τρία».[5]

Η τελευταία καταγραφή των Μπερτινιανών Χρονικών είναι το 882, και έτσι η μόνη σύγχρονη πηγή για τα επόμενα 18 χρόνια της Δυτικής Φραγκίας είναι τα Χρονικά του Αγίου Βάαστ (Annales Vedastini). Τα επόμενα χρονικά για τη Δυτική Φραγκία είναι αυτά του Flodoard, ο οποίος άρχισε την καταγραφή του το 919[6].

Από το θάνατο του Πεπίνου Α΄ το Δεκέμβριο του 838, ο γιος του Πεπίνος Β΄ αναγνωρίστηκε ως βασιλιάς από την αριστοκρατία της Ακουιτανίας, αν και η διαδοχή αυτή δεν αναγνωρίστηκε από τον αυτοκράτορα. Ο Κάρολος ο Φαλακρός ήταν σε πόλεμο με τον Πεπίνος Β΄ από την αρχή της βασιλιάς το το 840, και η Συνθήκη του Βερντέν αγνόησε τον διεκδικητή της Ακουιτανίας Πεπίνο, και την παραχώρησε στον Κάρολο[7]. Κατά συνέπεια τον Ιούνιο του 845 μετά από πολλές στρατιωτικές ήττες, ο Κάρολος υπέγραψε την Συνθήκη του Μπενουά-σουρ-Λουάρ (Benoît-sur-Loire) και αναγνώρισε την εξουσία του ανιψιού του. Η συμφωνία αυτή διήρκεσε μέχρι τις 25 Μαρτίου 848, όταν οι βαρόνοι της Ακουιτανίας αναγνώρισαν τον Κάρολο ως βασιλιά. Από κει και πέρα τα στρατεύματα του Κάρολου είχαν το πάνω χέρι, και μέχρι το 849 είχαν υπό τον έλεγχό τους το μεγαλύτερο μέρος της Ακουιτανίας[8]. Τον Μάιο ο Κάρολος στέφθηκε «Βασιλιάς των Φράγκων και των Ακουιτανών» στην Ορλεάνη. Τη στέψη έκανε ο αρχιεπίσκοπος Wenilo της Σεν, και περιελάμβανε την πρώτη περίπτωση χρίσματος βασιλιά στη Δυτική Φραγκία. Η ιδέα να χριστεί ο Κάρολος μπορεί να ήταν του αρχιεπίσκοπου Hincmar της Ρεμς, ο οποίος είχε δημιουργήσει όχι λιγότερες από τέσσερα λειτουργικά τυπικά, ordines, για βασιλική στέψη. Μέχρι τη Σύνοδο του Quierzy (858), ο Hincmar ισχυριζόταν ότι ο Κάρολος είχε χριστεί για όλο το Φραγκικό Βασίλειο[9].

Βασιλεία του Καρόλου του Παχύ

Μετά το θάνατο του εγγονού του Καρόλου Καρλομάν Β΄ στις 12 Δεκεμβρίου 884, οι ευγενείς της Δυτικής Φραγκίας εξέλεξαν ως βασιλιά τους το θείο του, Κάρολο τον Παχύ, ήδη βασιλιά της Ανατολικής Φραγκίας και της Ιταλίας. Στέφθηκε ίσως «Βασιλιάς στη Γαλατία» (rex in Gallia) στις 20 Μαΐου 885 στην Grand.[10] Η βασιλεία του ήταν η μόνη περίοδος μετά το θάνατο του Λουδοβίκου του Ευσεβή κατά την οποία όλη η Φραγκία θα επανενωνόταν υπό την εξουσία ενός ηγέτη. Από τη θέση του ως βασιλιά της Δυτικής Φραγκίας, φαίνεται να είχε παραχωρήσει τον βασιλικό τίτλο, ακόμα ίσως και τα βασιλικά σύμβολα στον ημιαυτόνομο ηγέτη της Βρετάνης Άλαν Α΄[11]. Ο τόπος που χειρίστηκε την πολιορκία του Παρισιού από τους Βίκινγκς το 885-86, μείωσε σταδιακά το κύρος του, και το Νοέμβριο του 887 εκθρονίστηκε από ευγενής της Δυτικής Φραγκίας. Πέθανε λίγο μετά, τον Ιανουάριο του 888, και δεν είναι καθαρό αν η εκλογή του Εύδη Α΄ ως βασιλιά της Δυτικής Φραγκίας ήταν η συνέπεια της εκθρόνισής του ή του θανάτου του. Στην Ακουιτανία, ο Δούκας Ρανούλφ Β΄ αναγνωρίστηκε επίσης βασιλιάς, αλλά πέθανε μόλις μετά δύο χρόνια.[12] Παρόλο που η Ακουιτανία δεν έγινε ξεχωριστό βασίλειο, ήταν κατά κύριο λόγο έξω από τον έλεγχο των βασιλιάδων της Δυτικής Φραγκίας.[3]

Παραπομπές

  1. Ο όρος «Φραγκία», χώρα των Φράγκων, χρησιμοποιούταν συχνά για την αυτοκρατορία. Η δυναστεία στην εξουσία ήταν φραγκική, παρόλο που οι κάτοικοί της ήταν στο μεγαλύτερο μέρος μη-Φράγκοι
  2. Bradbury 2007, 21: «... διαχωρισμός ο οποίος σταδιακά αποκρυσταλλώθηκε στην εγκαθίδρυση ξεχωριστών βασιλείων, δηλαδή της Ανατολικής και Δυτικής Φραγκίας, ή αυτό που μπορούμε να αποκαλούμε Γερμανία και Γαλλία».
  3. 3,0 3,1 Lewis 1965, 179–80
  4. AB a. 843: ubi distributis portionibus ... cetera usque ad Hispaniam Carolo cesserunt.
  5. AF a. 843: in tres partes diviso ... Karolus vero occidentalem tenuit.
  6. Koziol 2006, 357
  7. AF a. 843: Karolus Aquitaniam, quasi ad partem regni sui iure pertinentem, affectans ... («Ο Κάρολος ήθελε την Ακουιτανία, καθώς ανήκε στο βασίλειό του»)
  8. Coupland 1989, 200–202
  9. Nelson 1977, 137–38
  10. MacLean 2003, 127
  11. Smith 1992, 192
  12. Richard 1903, 37–38

Βιβλιογραφία

  • Jim Bradbury. The Capetians: Kings of France, 987–1328. London: Hambledon Continuum, 2007.
  • Simon Coupland. «The Coinages of Pippin I and II of Aquitaine» Revue numismatique, 6th series, 31 (1989), 194–222.
  • Geoffrey Koziol. «Charles the Simple, Robert of Neustria, and the vexilla of Saint-Denis». Early Medieval Europe 14:4 (2006), 355–90.
  • Archibald R. Lewis. The Development of Southern French and Catalan Society, 718–1050. Austin: University of Texas Press, 1965.
  • Simon MacLean. Kingship and Politics in the Late Ninth Century: Charles the Fat and the end of the Carolingian Empire. Cambridge: Cambridge University Press, 2003.
  • Janet L. Nelson. «Kingship, Law and Liturgy in the Political Thought of Hincmar of Rheims». English Historical Review 92 (1977), 241–79. Reprinted in Politics and Ritual in Early Medieval Europe (London: Hambledon, 1986), 133–72.
  • Alfred Richard. Histoire des Comtes de Poitou, τομ. 1 Paris: Alphonse Picard, 1903.
  • Julia M. H. Smith. Province and Empire: Brittany and the Carolingians. Cambridge: Cambridge University Press, 1992.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι