Καλογιάν της Βουλγαρίας

Καλογιάν
Μνημείο του Καλογιάν στη Βάρνα
Τσάρος της Βουλγαρίας
Περίοδος1197 - 1207
Στέψη8 Νοεμβρίου 1204
ΠροκάτοχοςΠέτρος Δ΄ της Βουλγαρίας
ΔιάδοχοςΜπόριλ
Γέννηση1170
Θάνατος8 Οκτωβρίου 1207 (37 ετών)
Θεσσαλονίκη, Βασίλειο της Θεσσαλονίκης
Τόπος ταφήςΒελίκο Τίρνοβο
ΣύζυγοςΆννα, Κουμάνα πριγκίπισσα
ΕπίγονοιΜαρία της Βουλγαρίας, αυτοκράτειρα των Λατίνων
ΟίκοςΟίκος των Ασέν
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Καλογιάν (βουλγαρική γλώσσα: Калоян Ромеоубиец, 1170 - 8 Οκτωβρίου 1207), ή Καλογιάννης ο Ρωμαιοκτόνος γνωστός και ως Ιβάν Α΄ (Иван I ή Йоан I, Ιωάννης Α΄) ή στις βυζαντινές πηγές ως Ιωαννίτζης, ήταν αυτοκράτορας (ή τσάρος) της Βουλγαρίας από το 1197 έως το 1207. Ήταν ο νεότερος αδερφός του Θεόδωρου και του Ιβάν Α΄ Ασέν, που ηγήθηκαν της εξέγερσης των Βουλγάρων και Βλάχων του 1185. Η εξέγερση έληξε με την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας. Πέρασε χρόνια ως όμηρος στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη της δεκαετίας του 1180. Ο Θεόδωρος (που είχε στεφθεί αυτοκράτορας με το όνομα Πέτρος) τον έκανε συγκυβερνήτη του μετά τη δολοφονία του Ασέν το 1196. Ένα χρόνο αργότερα, ο Θεόδωρος-Πέτρος επίσης δολοφονήθηκε και ο Καλογιάν έγινε μοναδικός ηγεμόνας της Βουλγαρίας.

Στη συνέχεια έγινε γνωστός ως Καλογιάν ο Ρωμαιοκτόνος, επειδή τα στρατεύματά του σκότωσαν ή συνέλαβαν χιλιάδες Ρωμαίους.

Για να λάβει το αυτοκρατορικό στέμμα από την Αγία Έδρα, ο Καλογιάν άρχισε αλληλογραφία με τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ΄, δεχόμενος να αναγνωρίσει το παπικό πρωτείο. Η επεκτατική πολιτική του τον έφερε σε σύγκρουση με τηΒυζαντινή Αυτοκρατορία, τη Σερβία και την Ουγγαρία. Ο Εμερικ, Βασιλιάς της Ουγγαρίας επέτρεψε στον παπικό απεσταλμένο, που παρέδωσε το βασιλικό στέμμα στον Καλογιάν, να περάσει στη Βουλγαρία μόνο κατόπιν αιτήματος του Πάπα. Ο απεσταλμένος έστεψε τον Καλογιάν «Βασιλιά των Βουλγάρων και των Βλάχων» στις 8 Νοεμβρίου 1204, αλλά εκείνος συνέχισε να θεωρεί το βασίλειό του αυτοκρατορία.

Ο Καλογιάν εκμεταλλεύτηκε τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους (ή «Λατίνους»). Κατέλαβε φρούρια στη Μακεδονία και τη Θράκη και υποστήριξε εξεγέρσεις του τοπικού πληθυσμού εναντίον των σταυροφόρων. Νίκησε το Βαλδουίνο Α΄, Λατίνο Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, στη Μάχη της Αδριανούπολης, στις 14 Απριλίου 1205. Ο Βαλδουίνος συνελήφθη και πέθανε στη φυλακή του Καλογιάν. Ξεκίνησε νέες εκστρατείες εναντίον των σταυροφόρων και κατέλαβε ή κατέστρεψε δεκάδες οχυρά τους. Πέθανε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες κατά την πολιορκία της Θεσσαλονίκης το 1207.

Πρώτα χρόνια

Ο Καλογιάν ήταν ο νεότερος αδερφός του Θεόδωρου και του Ασέν, που ηγήθηκαν της εξέγερσης των Βουλγάρων και Βλάχων κατά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1185. Ο Θεόδωρος στέφθηκε αυτοκράτορας και υιοθέτησε το όνομα Πέτρος το 1185. Ο Ασέν έγινε συγκυβερνήτης του Πέτρου πριν από το 1190. Εξασφάλισαν την ανεξαρτησία του βασιλείου τους με τη βοήθεια των Κουμάνων πολεμιστών από τις στέπες του Πόντου.

Γεννήθηκε γύρω στα 1170, σύμφωνα με τον Αλεξάντρου Ματζεάρου, γιατί ήταν ακόμα έφηβος το 1188. Βαφτίστηκε Ιβάν (ή Ιωάννης). Ονομάστηκε Ιωανίτσης (Йоаница, Ιωάνιτσα ή και Иваница, Ιβάνιτσα), υποκοριστικό του Ιβάν ή Ιωάν (Ιωάννης στα Ελληνικά) ( «Μικρός Ιβάν»), επειδή ο Ιβάν ήταν επίσης το βαπτιστικό όνομα του Ασέν. Το «Καλογιάν» προήλθε από την ελληνική έκφραση για το «Ιωάννης ο Ωραίος» (Καλός Ιωάννης). Οι Ελληνες εχθροί του τον ονόμασαν επίσης Σκυλοϊωάννη, όνομα από το οποίο προέρχονται αναφορές σε Τσαρ Σκαλογιάν ή Σκαλουιάν σε τοιχογραφίες στις Μονές Ντραγκαλέβτσι και Σουτσεβίτα.

Μετά τη σύλληψη της συζύγου του Ασέν από τους Βυζαντινούς ο Καλογιάν είχε σταλεί ως όμηρος στην Κωνσταντινούπολη προς αντικατάστασή της την άνοιξη του 1188. Η ημερομηνία της απελευθέρωσης του δεν είναι γνωστή. Ήταν πάντως και πάλι στην πατρίδα του, όταν ένα βογιάρος, ο Ιβάνκο, δολοφόνησε τον Ασέν στο Τάρνοβο το 1196. Ο Ιβάνκο προσπάθησε να εξασφαλίσει την εξουσία του με τη Βυζαντινή υποστήριξη, αλλά ο Θεόδωρος-Πέτρος τον ανάγκασε να καταφύγει στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Βασιλεία

Συγκρούσεις με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία

Ο βυζαντινός ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης ανέφερε ότι ο Θεόδωρος-Πέτρος όρισε τον Καλογιάν «βοηθό στα έργα του και συμμέτοχο στην εξουσία του» σε απροσδιόριστο χρόνο. Ο Καλογιάν έγινε ο μοναδικός ηγεμόνας της Βουλγαρίας μετά τη δολοφονία του το 1197. Σύντομα εισέβαλε στη Θράκη και εξαπέλυε συχνά επιδρομές εναντίον της επαρχίας τους επόμενους μήνες. [15] Περίπου συγχρόνως έστειλε επιστολή στον Πάπα Ιννοκέντιο Γ΄, καλώντας τον να αποστείλει απεσταλμένο στη Βουλγαρία. Ήθελε να πείσει τον Πάπα να αναγνωρίσει την εξουσία του στη Βουλγαρία. Ο Ιννοκέντιος ξεκίνησε διακαώς αλληλογραφία με τον Καλογιάν επειδή η επανένωση των χριστιανικών εκκλησιών υπό την εξουσία του ήταν ένας από τους κύριους σκοπούς του.

Μολύβδινη σφραγίδα του Καλογιάν με τη Βουλγαρική επιγραφή «+Καλογιάν Τσάρος των Βουλγάρων»

Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Αλέξιος Γ´ Άγγελος έκανε τον Ιβάνκο διοικητή της Φιλιππούπολης. Ο Ιβάνκο κατέλαβε δύο φρούρια στη Ροδόπη, αλλά έκανε μια συμμαχία με τον Καλογιάν ήδη το 1198. Οι Κουμάνοι και οι Βλάχοι από τα εδάφη στα βόρεια του Δούναβη εισέβαλαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία την άνοιξη και το φθινόπωρο του 1199. [18] Χωνιάτης, που κατέγραψε τα γεγονότα αυτά, δεν ανέφερε ότι ο Καλογιάν συνεργάστηκε με τους εισβολείς, που πιθανότατα διέσχισαν τη Βουλγαρία χωρίς την άδειά του. Αυτός κατέλαβε το Μπρανίτσεβο, το Βελμπούζντ (σήμερα Κιουστεντίλ της Βουλγαρίας), τα Σκόπια και το Πρίζρεν από τους Βυζαντινούς πιθανότατα το εν λόγω έτος, σύμφωνα με τον ιστορικό Αλεξάντρου Ματζεάρου.

Ο απεσταλμένος του Ιννοκέντιου Γ΄ ήρθε στη Βουλγαρία στα τέλη Δεκεμβρίου 1199, με μια επιστολή από τον πάπα προς τον Καλογιάν. Ο Ιννοκέντιος ανέφερε ότι πληροφορήθηκε πως οι πρόγονοί του Καλογιάν είχαν έρθει «από την Πόλη της Ρώμης». Η απάντηση του Καλογιάν, γραμμένη στην Παλαία Εκκλησιαστική Σλαβονική δεν διασώθηκε, αλλά το περιεχόμενό της μπορεί να ανακατασκευαστεί με βάση σε μεταγενέστερη αλληλογραφία του με την Αγία Έδρα. Ο Καλογιάν αυτοαποκαλείτο «Αυτοκράτορας των Βουλγάρων και των Βλάχων», υποστηρίζοντας επίσης ότι ήταν ο νόμιμος διάδοχος των ηγεμόνων της Α΄ Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Ζήτησε αυτοκρατορικό στέμμα από τον πάπα και εξέφρασε την επιθυμία του να θέσει την Εκκλησία του βασιλείου του, υπό τη δικαιοδοσία του Πάπα.

Οι Βυζαντινοί συνέλαβαν τον Ιβάνκο και κατέλαβαν τη χώρα του το 1200. Ο Καλογιάν εξαπέλυσε νέα εκστρατεία στα Βυζαντινά εδάφη το Μάρτιο του 1201. Κατέστρεψε την Κωνσταντία (σήμερα Σιμεόνοβγκραντ στη Βουλγαρία) και κατέλαβε τη Βάρνα. Υποστήριξε, επίσης, την εξέγερση των Ντόμπρομιρ Χρυσού και Μανουήλ Καμύτζη εναντίον του Αλεξίου Γ΄, αλλά και οι δύο νικήθηκαν. Ο Ρόμαν Μστίσλαβιτς, πρίγκιπας της Γαλικίας και της Βολινίας, εισέβαλαν στα εδάφη των Κουμάνων, αναγκάζοντάς τους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους το 1201. Μετά την ήττα των συμμάχων του ο Καλογιάν συνήψε συνθήκη ειρήνης με τον Αλέξιο Γ΄ και απέσυρε τα στρατεύματά του από τη Θράκη στα τέλη του 1201 ή το 1202. Σύμφωνα με επιστολή του Καλογιάν προς τον Πάπα, ο Αλέξιος Γ΄ ήταν επίσης πρόθυμοι να του στείλει αυτοκρατορικό στέμμα και να αναγνωρίσει το αυτοκέφαλο (ή αυτόνομο) καθεστώς της Βουλγαρικής Εκκλησίας.

Αυτοκρατορικές φιλοδοξίες

Ο Βουκάν Νεμάνια, ηγεμόνας της Ζέτα, εκδίωξε τον αδελφό του Στέφανο από τη Σερβία το 1202. Ο Καλογιάν πρόσφερε καταφύγιο στο Στέφανο και επέτρεψε στους Κουμάνους να εισβάλουν στη Σερβία μέσω της Βουλγαρίας. Ο ίδιος εισέβαλε στη Σερβία και κατέλαβε τη Νις το καλοκαίρι του 1203. Ππιθανότατα κατέλαβε επίσης το βασίλειο του Ντόμπρομιρ Χρυσού, με την πρωτεύουσά του Πρόσεκ, σύμφωνα με το Ματζεάρου. Ο Εμερικ, Βασιλιάς της Ουγγαρίας, που διεκδικούσε το Βελιγράδι, το Μπρανίτσεβο και τη Νις, παρενέβη στη διένεξη για λογαριασμό του Βουκάν. Ο Ουγγρικός στρατό κατέλαβε εδάφη που διεκδικούσε επίσης ο Καλογιάν. Καθώς ο Βουκάν είχε ήδη αναγνωρίσει το παπικό πρωτείο, ο Ιννοκέντιος Γ΄ προέτρεψε τον Καλογιάν να κάνει ειρήνη με αυτόν το Σεπτέμβριο. Τον ίδιο μήνα ο απεσταλμένος του Πάπα Ιωάννης Κασαμάρι έδωσε ένα πάλιο στο Βασίλειο Α΄, τον επικεφαλής της Βουλγαρικής Εκκλησίας, επικυρώνοντάς του το αξίωμά του αρχιεπισκόπου, αλλά αρνούμενος να τον αναβαθμίσει σε πατριάρχη.

Η Βουλγαρία κατά τη βασιλεία του Καλογιάν (1197-1207)
Η επιστολή του Πάπα Ιννοκέντιου Γ΄ στον Καλογιάν

Δυσαρεστημένος με την πράξη του πάπα ο Καλογιάν απέστειλε νέα επιστολή προς τη Ρώμη, ζητώντας από τον Ιννοκέντιο την αποστολή καρδιναλίων που θα μπορούσαν να τον στέψουν αυτοκράτορα. Ενημέρωνε επίσης τον Πάπα ότι ο Εμερικ της Ουγγαρίας είχε καταλάβει πέντε βουλγάρες επισκοπές, ζητώντας από τον Ιννοκέντιο να διαιτητεύσει στης διαφορά και να καθορίσει τα σύνορα μεταξύ της Βουλγαρίας και της Ουγγαρίας. Στην επιστολή του προσαγόρευε τον εαυτό του «Αυτοκράτορα των Βουλγάρων». Ο Πάπας δεν αποδέχθηκε το αίτημα Καλογιάν για αυτοκρατορικό στέμμα, αλλά απέστειλε τον Καρδινάλιο Λέο Μπρανκαλεόνι στη Βουλγαρία στις αρχές του 1204 για να τον στέψει βασιλιά.

Ο Καλογιάν έστειλε απεσταλμένους στους σταυροφόρους που πολιορκούσαν την Κωνσταντινούπολη, που προσφέρουν στρατιωτική υποστήριξη σε αυτούς, αν «τον έστεφαν βασιλιά, έτσι ώστε να γίνει άρχοντας της χώρας του της Βλαχίας», σύμφωνα με το χρονικό του Ρομπέρ ντε Κλαρί. Ωστόσο οι σταυροφόροι τον αντιμετώπισαν με περιφρόνηση και δεν δέχθηκαν την προσφορά του. Οι σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη στις 13 Απριλίου, εξέλεξαν το Βαλδουίνο Θ΄ της Φλάνδρας αυτοκράτορα και αποφάσισαν να μοιραστούν μεταξύ τους τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Ο παπικός απεσταλμένος Μπρανκαλεόνι ταξίδεψε μέσω της Ουγγαρίας, αλλά συνελήφθη στο Κέβε (σήμερα Κόβιν στη Σερβία) στα σύνορα Ουγγαρίας-Βουλγαρίας. Ο Εμερικ της Ουγγαρίας προέτρεψε τον καρδινάλιο να καλέσει τον Καλογιάν στην Ουγγαρία και να διαιτητεύσει στη διαμάχη τους. Ο Μπρανκαλεόνι αφέθηκε ελεύθερος μόνο κατ' απαίτηση του Πάπα στα τέλη Σεπτεμβρίου ή στις αρχές Οκτωβρίου και χειροτόνησε το Βασίλειος πριμάτο (προκαθήμενο) της Εκκλησίας των Βουλγάρων και των Βλάχων στις 7 Νοεμβρίου. Την επόμενη μέρα ο Μπρανκαλεόνι έστεψε τον Καλογιάν rex Bulgarorum et Blachorum (Βασιλιά των Βουλγάρων και των Βλάχων). Σε μεταγενέστερη επιστολή του προς τον Πάπα ο Καλογιάν αποκαλεί τον εαυτό του «Βασιλιά της Βουλγαρίας και της Βλαχίας», αλλά αναφέρει το βασίλειό του ως αυτοκρατορία και το Βασίλειο ως πατριάρχη. Τον διαβεβαίωσε ακόμα ότι και αυτός από μέρους του θα ακολουθούσε τα Καθολικά δόγματα σαν μέρος της συμφωνίας τους.

Πόλεμος με τους σταυροφόρους

Εκμεταλλευόμενος τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο Καλογιάν κατέλαβε πρώην βυζαντινά εδάφη στη Θράκη. Αρχικά, προσπάθησε να εξασφαλίσει ένα ειρηνική μοίρασμα των εδαφών αυτών με τους σταυροφόρους (Λατίνους). Ζήτησε από τον Ιννοκέντιο Γ΄ να τους εμποδίσει να επιτεθούν στη Βουλγαρία. Ωστόσο οι σταυροφόροι ήθελαν να εφαρμόσουν τη μεταξύ τους συμφωνία για τη διανομή των βυζαντινών εδαφών, συμπεριλαμβανομένων των εδαφών που διεκδικούσε επίσης ο Καλογιάν.

Ο Καλογιάν πρόσφερε καταφύγιο στους Βυζαντινούς πρόσφυγες και τους έπεισε να οργανώσουν ταραχές στη Θράκη και τη Μακεδονία κατά των Λατίνων. Οι πρόσφυγες, σύμφωνα με την περιγραφή του Ρομπέρ ντε Κλαρί, δεσμεύθηκαν επίσης ότι θα τον εξέλεγαν αυτοκράτορα, αν εισέβαλε στη Λατινική Αυτοκρατορία. Οι Έλληνες αστοί της Αδριανούπολης και των γειτονικών πόλεων ξεσηκώθηκαν εναντίον των Λατίνων στις αρχές του 1205. Ο Καλογιάν υποσχέθηκε ότι θα τους στείλει ενισχύσεις πριν από το Πάσχα. Θεωρώντας τη συνεργασία του Καλογιάν με τους εξεγερθέντες ως επικίνδυνη συμμαχία, ο αυτοκράτορας Βαλδουίνος αποφάσισε να ξεκινήσει αντεπίθεση και διέταξε την απόσυρση στρατευμάτων του από τη Μικρά Ασία. Πολιόρκησε την Αδριανούπολη, πριν συγκεντρώσει όλα τα στρατεύματά του. Ο Καλογιάν έσπευσε στην πόλη επικεφαλής στρατιάς πάνω από 14.000 Βουλγάρων, Βλάχοι και Κουμάνων πολεμιστών. Μια προσποιητή υποχώρηση των Κουμάνων παρέσυρε το βαρύ ιππικό των σταυροφόρων σε ενέδρα στα έλη βόρεια της Αδριανούπολης, επιτρέποντας στον Καλογιάν να τους καταφέρει μια συντριπτική ήττα στις 14 Απριλίου 1205.

Ο Βαλδουίνος, που συνελήφθη στο πεδίο της μάχης, πέθανε σε αιχμαλωσία στο Τάρνοβο. Ο Χωνιάτης κατηγόρησε τον Καλογιάν της ότι βασάνισε και σκότωσε το Βαλδουίνο γιατί «έβραζε από θυμό» εναντίον των σταυροφόρων. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης πρόσθεσε ότι το κεφάλι του Βαλδουίνου «αδειάστηκε από όλα τα περιεχόμενά του και διακοσμήθηκε» για να χρησιμοποιηθεί ως κύπελλο από τον Καλογιάν. Από την άλλη πλευρά, ο αδελφός και διάδοχός του Βαλδουίνου, Ερρίκος, πληροφόρησε τον Πάπα ότι ο Καλογιάν συμπεριφερόταν με σεβασμό προς τους σταυροφόρους που είχαν συλληφθεί στην Αδριανούπολη.

Τα στρατεύματα του Καλογιάν λεηλάτησαν τη Θράκη και τη Μακεδονία, μετά τη νίκη του επί των Λατίνων. Στη συνέχεια επεχείρησε εκστρατεία κατά του Βασιλείου της Θεσσαλονίκης και πολιόρκησε τις Σέρρες στα τέλη Μαΐου. Υποσχέθηκε ελεύθερη αποχώρηση στους υπερασπιστές, αλλά μετά την παράδοσή τους αθέτησε το λόγο του και τους συνέλαβε. Συνέχισε την εκστρατεία και κατέλαβε τη Βέροια και τα Μογλενά (σημερινή Αλμωπία στην Ελλάδα). Οι περισσότεροι κάτοικοι της Βέροιας δολοφονήθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν κατ' εντολή του. Ο Ερρίκος (που εξακολουθούσε να κυβερνά τη Λατινική Αυτοκρατορία ως αντιβασιλέας) ξεκίνησε μια αντεπίθεση εναντίον της Βουλγαρίας τον Ιούνιο. Δεν μπορούσε να καταλάβει την Αδριανούπολη και μια ξαφνική πλημμύρα τον ανάγκασε να άρει επίσης την πολιορκία του Διδυμοτείχου.

Ο Καλογιάν αποφάσισε να εκδικηθεί τους κατοίκους της πόλεης της Φιλιππούπολης που είχαν εθελοντικά υποταγεί στους σταυροφόρους. Με τη βοήθεια των ντόπιων Παυλικιανών κατέλαβε την πόλη και διέταξε τη δολοφονία των πιο εξεχόντων αστών, ενώ οι κοινοί θνητοί παραδόθηκαν αλυσοδεμένοι στη «Βλαχία». Επέστρεψε στο Τάρνοβο μετά από μια εξέγερση που είχε ξεσπάσει εναντίον του το δεύτερο εξάμηνο του 1205 ή στις αρχές του 1206 και «υπέβαλε τους εξεγερθέντες σε σκληρές τιμωρίες και νέες μεθόδους εκτέλεσης», σύμφωνα με Χωνιάτη. Εισέβαλε πάλι στη Θράκη τον Ιανουάριο του 1206. Κατέλαβε το Ρούσιον(σήμερα Κεσάν στην Τουρκία) και έσφαξε τη Λατινική φρουρά του. Στη συνέχεια κατέστρεψε τα περισσότερα φρούρια κατά μήκος της Εγνατίας Οδού μέχρι τα Αθυρα (σήμερα Μπογιουκτσεκμετσέ στην Τουρκία). Οι κάτοικοι της περιοχής αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν κοντά στον Κάτω Δούναβη. Ο Ακροπολίτης καταγραφεί ότι στη συνέχεια ο Καλογιάν αποκαλούσε τον εαυτό του «Ρωμαιοκτόνο», με σαφή αναφορά στο Βασίλειο Β´, που είχε γίνει γνωστός ως «Βουλγαροκτόνος» μετά την κατάλυση της Α΄ Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας.

Η σφαγή και η σύλληψη των συμπατριωτών τους εξόργισε τους Έλληνες της Θράκης και της Μακεδονίας, που συνειδητοποίησαν ότι Καλογιάν ήταν προς αυτούς πιο εχθρικός από ότι οι Λατίνοι. Οι αστοί της Αδριανούπολης και του Διδυμότειχου προσέγγισαν τον Ερρίκο, προσφέροντας την εθελοντική υποταγή τους. Ο Ερρίκος αποδέχθηκε την προσφορά και βοήθησε το Θεόδωρο Βρανά να καταλάβει τις δύο πόλεις. Ο Καλογιάν επιτέθηκε στο Διδυμότειχο τον Ιούνιο αλλά οι σταυροφόροι τον ανάγκασαν να άρει την πολιορκία. Λίγο μετά τη στέψη ως αυτοκράτορα στις 20 Αυγούστου, ο Καλογιάν επέστρεψε και κατέστρεψε το Διδυμότειχο. Σύντομα πολιόρκησε και την Αδριανούπολη, αλλά ο Ερρίκος τον ανάγκασε να αποσύρει τα στρατεύματά του από τη Θράκη και εισέβαλε στη Βουλγαρία και απελευθέρωσε 20.000 αιχμαλώτους τον Οκτώβριο. Ο Βονιφάτιος, Βασιλιάς της Θεσσαλονίκης, είχε στο μεταξύ ανακαταλάβει τις Σέρρες.

Ο Καλογιάν συνήψε συμμαχία με το Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρη, Αυτοκράτορας της Νίκαιας. Ο Λάσκαρης είχε ξεκινήσει πόλεμο εναντίον του Δαβίδ Κομνηνού, Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, που υποστηριζόταν από τους Λατίνους και έπεισε τον Καλογιάν να εισβάλει στην Θράκη, αναγκάζοντας τον Ερρίκο να αποσύρει τα στρατεύματά του από τη Μικρά Ασία. Ο Καλογιάν πολιόρκησε την Αδριανούπολη τον Απρίλιο του 1207 χρησιμοποιώντας καταπέλτες αλλά οι υπερασπιστές αντιστάθηκαν. Ένα μήνα αργότερα οι Κουμάνοι εγκατέλειψαν το στρατόπεδο του Καλογιάν, γιατί ήθελαν να επιστρέψουν στις στέπες του Πόντου, έτσι ο Καλογιάν αναγκάστηκε να άρει την πολιορκία. Ο Ιννοκέντιος Γ΄ προέτρεψε τον Καλογιάν να κάνει ειρήνη με τους Λατίνους, αλλά εκείνος δεν υπάκουσε.

Ο Ερρίκος συνήψε ανακωχή με το Λάσκαρη, τον Ιούλιο του 1207. Είχε επίσης συνάντηση με το Βονιφάτιο της Θεσσαλονίκης, που αναγνώρισε την επικυριαρχία του στο Κύψελα της Θράκης. Ωστόσο κατά την επιστροφή του στη Θεσσαλονίκη ο Βονιφάτιος έπεσε σε ενέδρα και δολοφονήθηκε στη Μοσυνούπολη στις 4 Σεπτεμβρίου. Σύμφωνα με το Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο οι δράστες ήταν ντόπιοι Βούλγαροι που έστειλαν το κεφάλι του Βονιφάτιο στον Καλογιάν. Ο Ρομπέρ ντε Κλαρί και ο Χωνιάτης αναφέρουν ότι την ενέδρα είχε στήσει ο Καλογιάν. Το Βονιφάτιο διαδέχθηκε ο ανήλικος γιος του Δημήτριος. Τη διοίκηση του βασιλείου ανέλαβε η μητέρα του βασιλόπαιδος, Μαργαρίτα της Ουγγαρίας και ο Καλογιάν έσπευσε στη Θεσσαλονίκη να την πολιορκήσει.

Ο θάνατός του

Ο τάφος του Καλογιάν της Βουλγαρίας στην Εκκλησία των Αγίων Σαράντα Μαρτύρων στο Βέλικο Τάρνοβο.
Ο άγιος Δημήτριος λογχίζει τον Ιωαννίτζη έξω απο τα τείχη της Θεσσαλονίκης. Εικόνα στο Μουσείο Clinton Μασαχουσέτης.

Ο Καλογιάν πέθανε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο του 1207, αλλά οι συνθήκες του θανάτου του είναι αβέβαιες. Ο Ακροπολίτης αναφέρει ότι πέθανε από πλευρίτιδα. Ωστόσο ο ίδιος κατέγραψε επίσης μια φήμη που υποστήριζε ότι «ο θάνατος (του Καλογιάν)προκλήθηκε από θεϊκή οργή, γιατί του φάνηκε ότι ένας οπλισμένος άντρας εμφανίστηκε μπροστά του στον ύπνο του και χτύπησε την πλευρά του με ένα δόρυ».

Θρύλοι για παρέμβαση του Αγίου Δημητρίου υπέρ της πολιορκημένης πόλης στην πραγματικότητα εμφανίστηκαν λίγο μετά το θάνατο του Καλογιάν. Ο Ρομπέρ ντε Κλαρί έγραψε ήδη πριν από 1216 ότι ο ίδιος ο άγιος ήρθε στη σκηνή Καλογιάν και «τον χτύπησε με μια λόγχη», προκαλώντας το θάνατό του. Ο Στέφανος Νεμάνιτς κατέγραψε τον ίδιο μύθο το 1216 στο βίο αγίων για τον πατέρα του, Στέφανο Νεμάνια. Ο Ιωάννης Σταυράκιος, που συνέλεξε τους θρύλους για τον Αγιο Δημήτριο στα τέλη του 13ου αιώνα, κατέγραψε ότι ένας ιππέας πάνω σε άσπρο άλογο χτύπησε Καλογιάν με μια λόγχη. Ο Καλογιάν, συνέχισε ο Σταυράκιος, συσχέτισε τον επιτιθέμενο με το Μανάστρα, διοικητς των Κουμάνων μισθοφόρων του, που ως εκ τούτου έπρεπε να φύγει πριν από το θάνατο του Καλογιάν. Ο μύθος αυτός απεικονίστηκε στους τοίχους πάνω από πέντε ορθόδοξων εκκλησιών και μοναστηριών. Για παράδειγμα, μια τοιχογραφία στη Μονή Ντετσάνι απεικονίζει τον Άγιο Δημήτριο να σκοτώνει τον Τσάρο Σκαλογιάν. [1][2]

Οι αντιφατικές αναφορές για το θάνατο του Καλογιάν έδωσαν αφορμή για πολλές θεωρίες, αρκετές από τις οποίες δέχονται ότι δολοφονήθηκε. Ο Ματζεάρου αναφέρει ότι ο Καλογιάν στην πραγματικότητα δολοφονήθηκε από το Μανάστρα, που είχε πιθανότατα πληρωθεί από τη σύζυγό και τον ανιψιό του Καλογιάν, Μπορίλ. Οι ιστορικοί Γενοβέφα Τσάνκοβα-Πέτκοβα και Φραντσέσκο Νταλ' Αλια επίσης αναφέρουν ότι ο Μανάστρα σκότωσε τον Καλογιάν, αλλά υποθέτουν ότι οι Έλληνες τον είχαν πείσει να στραφεί εναντίον του τσάρου.

Η τοποθεσία του τάφου του Καλογιάν είναι άγνωστη. Σύμφωνα με την έκδοση του τέλους του 13ου αιώνα της Ζωής του Αγίου Σάββα της Σερβίας, το σώμα υου Καλογιάν ταριχεύθηκε και εστάλη στο Τάρνοβο. Ωστόσο παλαιότερη έκδοση του ίδιου μύθου, του 1254, δεν αναφέρει αυτό το γεγονός. Ένα χρυσό δαχτυλίδι, που βρέθηκε σε τάφο κοντά στην εκκλησία των Αγίων Σαράντα Μαρτύρων στο Τάρνοβο το 1972, φέρει την Κυριλλική επιγραφή Καλογιάνοφ πράστεν Kaloianov ( «δαχτυλίδι του Καλογιάν»). Ο ιστορικός Ιβάν Ντούιτσεφ ανέφερε ότι το δαχτυλίδι απέδειξε ότι το λείψανο του Καλογιάν μεταφέρθηκε στην εκκλησία, που χτίστηκε το 1230. Με βάση το κρανίο που βρέθηκε στον ίδιο τάφο, και συνδέεται με Καλογιάν, ο ανθρωπολόγος Γιορντάν Γιορντάνοφ ανακατασκεύασε το πρόσωπό του Καλογιάν. Ο εντοπισμός του τάφου ως τόπου ταφής του Καλογιάν είναι αμφιλεγόμενος, γιατί το δαχτυλίδι που φέρει το όνομά του δεν μπορεί να χρονολογηθεί πριν από το 14ο αιώνα. Επιπλέον, οι τάφοι όλων των άλλων βασιλέων που είχαν ταφεί στο ίδιο μέρος βρίσκονται στο εσωτερικό της εκκλησίας, γεγονός που υποδηλώνει ότι το δαχτυλίδι δεν ανήκει στον Καλογιάν, αλλά σε συνώνυμό του του 14ου αιώνα.


Οι πηγές για την βασιλεία του Καλογιάν είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος ξένες (Βυζαντινές και Λατινικές) και εχθρικές, τονίζοντας την βιαιότητα και την αγριότητά του. Μέρος των βιαιοπραγιών του έχουν αποδοθεί στους Κουμάνους ακόλουθούς τους, ενώ άλλοι κατέδειξαν ότι οι πιο καταπιεστικές πολιτικές του στόχευαν κυρίως την εχθρική ελίτ, δείχνοντας έλεος στους κοινούς. Μια από τις ιστορίες για τον θάνατο του Βαλδουίνου περιγράφει τον άγριο διαμελισμό του από τον Καλογιάν, του οποίου η γυναίκα ψευδώς ισχυρίστηκε ότι ο Βαλδουίνος την παρενοχλούσε, όταν στην πραγματικότητα είχε απορρίψει της δικές της προτάσεις. Η ιστορία είναι παραλλαγή της βιβλικής με τον Ιωσήφ και την γυναίκα του Πετεφρή, αλλά ταίριαζε με την εχθρότητα των πηγών της εποχής, και υποδεικνύει και τις σποραδικές εκρήξεις θυμού του. Τα λείψανα του Καλογιάν (μαζί με το προσωπικό του σφραγιδοφόρο δαχτυλίδι του[3]) βρέθηκαν θαμμένα στον Ναό των Αγίων Σαράντα στο Τάρνοβο. Ιατροδικαστική μελέτη του κρανίου του αποκάλυψε τραύμα στο κεφάλι του από τα νεανικά του χρόνια, το οποίο ενδεχομένως πιέζοντας τον εγκέφαλό του να του προκαλούσε σημαντικό πόνο και ξεσπάσματα οργής.

Η βασιλεία του Καλογιάν ήταν περίοδος επέκτασης και πολιτικής ανόδου της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Θεωρείται ένας από τους μεγάλους Βούλγαρους αυτοκράτορες. Η κορυφή Καλογιάν Νουνατάκ στα Βουνά Τάνγκρα στο Νησί Λίβινγκστον των Νοτίων Σέτλαντ στην Ανταρκτική έχει ονομαστεί έτσι προς τιμήν του.

Οικογένεια

Η σύζυγός του Καλογιάν ήταν Κουμάνα πριγκίπισσα. Σύμφωνα με παραφιλολογία καταγραμμένη από τον Ωμπρί ντε Τρουά-Φοντέν, προσπάθησε να αποπλανήσει το Λατίνο αυτοκράτορα Βαλδουίνο, που είχε φυλακιστεί στο Τάρνοβο. Ωστόσο, ο Βαλδουίνος την απέρριψε και για το λόγο αυτό εκείνη τον κατηγόρησε ότι αυτός προσπάθησε να την αποπλανήσει. Ετσι εξοργισμένος ο Καλογιάν σκότωσε το Βαλδουίνο και έρριξε το πτώμα του στα σκυλιά. Βασισμένη στην ιστορία του Πετεφρή και της συζύγου του, η φήμη είναι προφανώς αναξιόπιστη, σύμφωνα με το Ματζεάρου. Μετά το θάνατο του Καλογιάν η χήρα του παντρεύτηκε το διάδοχό του, Μπορίλ.

Είχε μία κόρη την Μαρία της Βουλγαρίας, αυτοκράτειρα των Λατίνων από τον πρώτο του γάμο με την Άννα των Κουμάνων, παντρεύτηκε τον Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ερρίκο της Φλάνδρας για να ισχυροποιήσει την νέα συμμαχία του διαδόχου του Μπόριλ με τον Ερρίκο. Υπάρχουν υποψίες ότι η Μαρία συμμετείχε στην δολοφονία του άντρα της, ο οποίος πέθανε από δηλητηρίαση στις 11 Ιουνίου του 1216.

Εναλλακτικοί τίτλοι

Όταν αναφέρονται στην επικράτεια και στους υπηκόους του Καλογιάν οι σύγχρονές του σταυροφορικές πηγές (όπως οι Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος, Henri de Valenciennes και Robert de Clari) άλλες σύγχρονες πηγές (όπως ο William de Rubruquis και το «Opus Maius» του Ρότζερ Μπέικον) καθώς και οι επιστολές του Λατίνου αυτοκράτορα Ερρίκου της Φλάνδρας παρουσιάζουν τον Καλογιάν ως Βασιλιά της Βλαχίας, ηγεμόνα των Βλάχων και αρχηγό των Βλαχικών στρατιών, και μερικές φορές ως ηγεμόνα Βλάχων και Βουλγάρων. Αυτές οι πηγές μιλάνε κυρίως για Βλάχους και αποκαλούν τον Ιωανίτση Βλάχο και κύριο των Βλάχων (Blachorum domino).[4]

Οι παπικές και ντόπιες πηγές τον ονομάζουν Καλογιάν ηγεμόνα όλων των Βουλγάρων και των Βλάχων ((omnium) Bulgarorum atque Blachorum) και όλης της Βουλγαρίας και της Βλαχίας ((totius) Bulgarie ac Blachie), ή απλά της Βουλγαρίας. Παρομοίως η κεφαλή της εκκλησίας (ο Αρχιεπίσκοπος Βασίλι του Τάρνοβο) περιγράφεται ως της Βουλγάρικης και Βλάχικης Εκκλησίας (Bulgarorum et Blacorum Ecclesiam).

Ο Βυζαντινός ιστορικός της εποχής, Νικήτας Χωνιάτης χρησιμοποιεί αδιακρίτως τους όρους Μυσοί, Βούλγαροι και Βλάχοι για τον λαό, προτιμώντας το Μυσία για την χώρα και το Βλάχος για την περιγραφή των ανθρώπων και της γλώσσας. Συμπεραίνεται ότι γεωγραφικά η μεσαιωνική εν λόγω Βλαχία (διαφορετική από την Μεγάλη Βλαχία της Θεσσαλίας και από την μετέπειτα Βλαχία της περιοχής βορείως του Δούναβη) συμπίπτει με την πρώην Ρωμαϊκή επαρχία Moesia Inferior (Μυσία, Χωνιάτης 481), και διαχωρίζεται από το Βυζαντινό θέμα της Βουλγαρίας (Χωνιάτης, 488). Αυτός ο διαχωρισμός επιβεβαιώνεται από τον λίγο προγενέστερο χρονικογράφο της τρίτης Σταυροφορίας, ο οποίος περιγράφει τους προκατόχους του Καλογιάν το 1189 ως ηγεμόνες «των Βλάχων και του μεγαλύτερου μέρους των Βουλγάρων» (Blacorum et maxime partis Bulgarorum, Ansbert, 58).

Ο Βυζαντινός ιστορικός του 13ου αιώνα, Θεόδωρος Σκουταριώτης, ονόμαζε τον Καλογιάν «Ο Βούλγαρος Ιωάννης» ή «Βούλγαρος βασιλεύς» και έγραφε για «Βούλγαρους», «Βουλγαρική γη» και «Βουλγαρικά ζητήματα», ενώ αποκαλούσε τον Ιβάν Ασέν Α΄ ως «τσάρο των Βουλγάρων».[5] Την ίδια οπτική γωνία για τα ίδια άτομα και γεγονότα είχαν και διάφοροι άλλοι Βυζαντινοί συγγραφείς του 13ου και 14ου αιώνα, όπως ο Γεώργιος Ακροπολίτης, ο Γεώργιος Παχυμέρης και ο Νικηφόρος Γρηγοράς.[6]

Οι ντόπιες κρατικές πηγές, γραμμένες στην Παλαιά Βουλγαρική γλώσσα, χρησιμοποιούν τον όρο «Αυτοκράτορας των Βουλγάρων» όπως κάνουν και οι λογοτεχνικές πηγές, μαζί με τους όρους «Βουλγάρικη γη» και «Βουλγάρικη γλώσσα»

Σχεδόν από την βασιλεία του τσάρου Μπόριλ και ολοκληρωτικά τον καιρό του τσάρου Ιβάν Ασέν Β΄, τα ονόματα Βλαχία, Βλάχοι και Βλάχικος εξαφανίζονται από όλες τις ιστορικές πηγές που συνδέονται με την Δεύτερη Βουλγαρική Αυτοκρατορία. Όλες οι μεταγενέστερες πηγές γραμμένες στην Παλαιά Βουλγαρική, χωρίς εξαίρεση αναφέρονται στο κράτος ως «Βουλγαρικό» κατ' αντιστοιχία με τον τίτλο του τσάρου Ιβάν Ασέν Β΄ όπως είναι χαραγμένος σε επιγραφή στο Τάρνοβο από το 1230, «Στον Χριστό, Κύριο, ο καλός και πιστός Τσάρος και αυτοκράτορας των Βουλγάρων, γιος του Ασέν», μια επιγραφή από τον Ναό Μπογιάνα από το 1259: «Αυτό γράφτηκε στην Βουλγάρικη Αυτοκρατορία από τον ευσεβή και ευλαβή Τσάρο Κωνσταντίνο Ασέν» και με μία σημείωση του 1269/70: «Τα χρόνια του πιστού τσάρου Κωνσταντίνου, που βασίλεψε στο Βουλγαρικό θρόνο».[7] (Επιπλέον τα ονόματα Βλαχία και Βλάχος δεν αναφέρονται ούτε από τους προγενέστερους Βυζαντινούς συγγραφείς Μιχαήλ Ψελλό, Άννα Κομνηνή και Μιχαήλ Ατταλειάτη σε συμφραζόμενα για την γη και τον πληθυσμό μεταξύ του Δούναβη και της Ροδόπης.[6] Έτσι η χρήση του όρου «Βλαχία» και των παραγώγων της για την περιοχή περιορίζεται μόνο στις δύο δεκαετίες μεταξύ 1186 και 1207.[8])

Τα στοιχεία από πολύ μεταγενέστερα έργα, εμπεριέχουν αντιφατικά συμπεράσματα. Για παράδειγμα, το Βενετικό χρονικό του Πάολο Ραμούσιο, γραμμένο το 1573 και τυπωμένο στα Ιταλικά και τα Λατινικά από το 1604 έως το 1634, ορίζει ότι η Μοισία συντίθετο από τις επαρχίες της Βλαχίας και της Βουλγαρίας.[9] Το σύγχρονο με αυτό έργο του Μάουρο Ορμπίνι, Il Regno degli Slavi, δημοσιευμένο στο Πέζαρο το 1601, αναφέρει παρόμοιες πηγές αλλά στην ουσία αγνοεί τον όρο «Βλάχοι» χρησιμοποιώντας το «Βούλγαροι» σε όλο το κείμενο. Η ερμηνεία του όμως είναι θέμα αμφισβητούμενο.[10] Η ερμηνεία ως «Βλάχοι» αγνοήθηκε εντελώς από τον Φραγκισκανό μοναχό Μπλασιους Κλάινερ στο έργο του Ιστορία της Βουλγαρίας που γράφτηκε το 1761,[11] και από τον Σέρβο ιστορικό Γιόβαν Ράιτς στο έργο του Ιστορία των διάφορων σλαβικών λαών, και κυρίως των Βουλγάρων, Κροατών και Σέρβων που εκδόθηκε το 1795.[12] Την ίδια μεταχείριση αποδέχτηκε και ο Βούλγαρος διαφωτιστής Παΐσι Χιλεντάρσκι στο έργο του Ιστορίγια Σλαβγιανομπολγκάρσκαγια που γράφτηκε το 1762.[13]

Οι σύγχρονες επεκτάσεις αυτών των ονομάτων είναι περισσότερο εθνικές και πολιτισμικές παρά γεωγραφικές, και αμφισβητούνται έντονα. Πολλά μπορούν να υποτεθούν για τους Ρωμανόφωνους και Σλαβόφωνους υπηκόους του Καλογιάν, την ακριβή έκταση της αυτοκρατορίας του και την δική του εθνική προέλευση. Αυτές οι περιγραφές τονίζουν το γεγονός ότι αντλούσε την δύναμή του από περισσότερες πηγές. Ήθελε να συνδεθεί με την Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία, τονίζοντας τις παπικές πηγές του στέμματός του, ισχυριζόμενος ότι ο πάπας είχε προσφέρει το αυτοκρατορικό στέμμα και στους ηγεμόνες της πρώτης αυτοκρατορίας. Στην αλληλογραφία του με τον Καλογιάν, ο Πάπας Ινοκκέντιος Γ΄ του υπέδειξε ότι ήταν απόγονος και των αυτοκρατόρων της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας και ευγενών της Ρώμης.

Η Ακαδημαϊκή παράδοση της ερμηνείας της ευρείας χρήσης του ονόματος «Βλάχοι» σε αυτή την περίπτωση, ως τίποτα παραπάνω από εφήμερο υποκατάστατο και ως σύγχυση των μεσαιωνικών συγγραφέων, θεμελιώθηκε το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα από τον Τσέχο ιστορικό Κονσταντίν Γιόσεφ Γίρετσεκ στο έργο του «Ιστορία των Βουλγάρων» που πρωτοεκδόθηκε το 1876, στο οποίο περιφρόνησε την ιδέα ότι οι Βλάχοι είχαν συμμετοχή σε αυτές τις διαδικασίες.[14] και υποστηρίζεται από τον σύγχρονο Βούλγαρο μεσαιωνιστή και ερευνητή των Ασέν, Ιβάν Μποζίλοβ.[15]

Παραπομπές

  1. Ἰωάννης Σταυράκιος: Ἕνας λόγιος στὴ Θεσσαλονίκη τῆς πρώιμης Παλαιολόγειας ἐποχῆς, Ελεωνόρα ΚΟΥΝΤΟΥΡΑ-ΓΑΛΑΚΗ
  2. Λατινικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης (1204-1224)
  3. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Μαρτίου 2009. Ανακτήθηκε στις 8 Μαρτίου 2009. 
  4. LITTERAE HENRICI, FRATRIS IMPERATORIS AD PAPAM INNOCENTIUM III: Porro, audito a Joannitio, Blachorum domino, quod Latini in tanta virorum paucitate civitatem praedictam obsedissent, quem etiam Graeci in auxilium suum, occulte tamen, ut magis laederent, evocarant, irruit subito Blachus ille Joannitius in nostros cum multitudine Barbarorum innumera, Blachis videlicet, Commannis et aliis, quibus etiam nimis improvise obviam exeuntibus nostris.
  5. Theodor Scutariota, "Anonimou Synopsis Hroniki", Sathas, MB, VII, pages 459, 461, 468 and 472.
  6. 6,0 6,1 Иван Божилов, "Фамилията на Асеневци (1186-1460). Генеалогия и просопография", Издателство на Българската академия на науките "Марин Дринов", София, 1994, стр. 12 (in Bulgarian; in English: Ivan Bozhilov, "The family of the Asens (1186-1460). Genealogy and prosopography", Publishing house of the Bulgarian Academy of sciences "Marin Drinov", Sofia, 1994, p. 12).
  7. П. Динеков, К. Куев, Д. Петканова, "Христоматия по старобългарска литература", Издателство "Наука и изкуство", София, 1967, стр. 305-306 (in Bulgarian; in English: P. Dinekov, K. Kuev, D. Petkanova, "Chrestomathy of the Old Bulgarian Literature", Publishing house "Narodna kultura", Sofia, 1967, pp. 305-306).
  8. Иван Божилов, "Фамилията на Асеневци (1186-1460). Генеалогия и просопография", Издателство на Българската академия на науките "Марин Дринов", София, 1994, стр. 13 (in Bulgarian; in English: Ivan Bozhilov, "The family of the Asens (1186-1460). Genealogy and prosopography", Publishing house of the Bulgarian Academy of sciences "Marin Drinov", Sofia, 1994, p. 13).
  9. Paolo Ramusio (Paulus Rhamnusius), DE BELLO CONSTANTINOPOLITANO: "Unus Ioannissa Rex Mysorum (is inferiorem Mysiam tenabat, quae Valachiae et Bulgariae provincias complectitur)" Ramusio’s work is largely a derivative of Villehardouin, supplemented by some Byzantine and Vatican sources as well as general antiquarian knowledge.
  10. The book of Mauro Orbini, "Il Regno degli Slavi, hoggi corrottamente detti Schiavoni", is considered an example of "pro-Slavic" stance. Banned by the Vatican when it appeared, it claimed direct descent of the Slavs from the Illyrians.
  11. "История на България от Блазиус Клайнер, съставена в 1761 г.", Издателство на Българската академия на науките, София, 1977, стр. 110-117 (in Bulgarian; in English: "History of Bulgaria, composed by Blasius Kleiner in 1761", Publishing house of the Bulgarian Academy of sciences, Sofia, 1977, pp. 110-117.
  12. Йован Раич, "История на всички славянски народи и най-паче на болгари, хорвати и серби. Откъси", Издателство "Наука и изкуство", София, 1983, стр. 131-139 (in Bulgarian; in English: Jovan Raich, "History of various Slav peoples and especially of Bulgarians, Croats and Serbs. Excerpts", Publishing house "Nauka i izkustvo", Sofia, 1983, pp. 131-139.
  13. Паисий Хилендарски, "История славянобългарска. 1762. Белова", Университетско издателство "Св. Климент Охридски", София, 2003, стр. 349-359 (in Bulgarian; in English: Paisii Hilendarski, "Slav-Bulgarian history. 1762. Fair copy", Publishing house of the Sofia's University "St. Clement of Ohrid", Sofia, 2003, pp. 349-359.
  14. Акад. Константин Иречек, "История на българите", Издателство "Наука и изкуство", София, 1978, стр. 259-291 (in Bulgarian; in English: Academician Konstantin Jireček, "History of the Bulgarians", Publishing house "Nauka i izkustvo", Sofia, 1978, pp. 259-291).
  15. Иван Божилов, "Фамилията на Асеневци (1186-1460). Генеалогия и просопография", Издателство на Българската академия на науките "Марин Дринов", София, 1994, стр. 17-18 (in Bulgarian; in English: Ivan Bozhilov, "The family of the Asens (1186-1460). Genealogy and prosopography", Publishing house of the Bulgarian Academy of sciences "Marin Drinov", Sofia, 1994, pp. 17-18).

Πηγές

  • John V.A. Fine, Jr., The Late Medieval Balkans, Ann Arbor, 1987.
  • (primary source) Niketas Choniates, Nicetae Choniatae Historia, Bonn, 1835.
  • (primary source) Magoulias, Harry J. (transl.). Ο City of Byzantium, Annals of Niketas Choniates, 1984, ISBN 0-8143-1764-2
  • (primary source) Ansbert, Historia de expeditione Friderici imperatoris, Monumenta Germaniae Historica, Scriptores, n.s. 5, 15-70.
  • Mauro Orbini, Il Regno di Slavi, Pesaro, 1601.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι