Μάχη της Στενωπού

Μάχη της Στενωπού
Ισλαμική κατάκτηση της Υπερωξειανής
Η Υπερωξειανή τον 8ο αιώνα
ΧρονολογίαΙούλιος 731 μ.Χ.
ΤόποςΠέρασμα Ταστακαράτσα (σημ. Ουζμπεκιστάν)
ΈκβασηΠύρρειος νίκη των Ομεϋαδών[1][2]
Αντιμαχόμενοι
Χαγανάτο των Τουργκές και ντόπιοι σύμμαχοι
Ηγετικά πρόσωπα
Τζουνάιντ ιμπν Αμπντ αρ-Ραχμάν αλ-Μουρί
Σάουρα ιμπν αλ-Χουρ αλ-Αμπανί
Σουλούκ
Δυνάμεις
άνω των 40,000
άγνωστο
Απολογισμός
20,000+ (Ιμπν Αθάμ),
25,000–30,000 (Blankinship)
10,000+ (Ιμπν Αθάμ)

Η Μάχη της Στενωπού (αραβικά: وقعة الشعب‎‎ Waqʿat al-Shʿib) έλαβε χώρα στο σημερινό πέρασμα Ταστακαράτσα (σημ. Ουζμπεκιστάν) μεταξύ ενός μεγάλου αραβικού στρατού του Χαλιφάτου των Ομεϋαδών και του τουρκικού χαγανάτου των Τουργκές επί τρεις μέρες τον Ιούλιο του 731. Οι Τουργκές είχαν θέσει υπό πολιορκία την Σαμαρκάνδη, και ο άραβας διοικητής της, Σάουρα ιμπν αλ-Χουρ αλ-Αμπανί, έστειλε για βοήθεια στον πρόσφατα τοποθετημένο κυβερνήτη του Χορασάν, Τζουνάιντ ιμπν Αμπντ αρ-Ραχμάν αλ-Μουρί. Ο στρατός του Τζουνάιντ υπέστη επίθεση στο πέρασμα, και παρότι κατάφερε τελικά να απαγκιστρωθεί και να φτάσει στη Σαμαρκάνδη, υπέστη τρομακτικές απώλειες (περίπου 25.000 ως 30.000 άντρες), ενώ οι 12.000 του Σάουρα, που είχε διαταχθεί να επιτεθεί στους Τουργκές από τα νώτα για να βοηθήσει το κυρίως σώμα, σχεδόν εκμηδενίστηκαν. Η μάχη αυτή, για την οποία σώζεται μια από τις πιο λεπτομερείς περιγραφές ολόκληρης της περιόδου των Ομεϋαδών στην Ιστορία του ατ-Ταμπαρί, ανέκοψε και ανέστρεψε την ισλαμική επέκταση στην Κεντρική Ασία για μια δεκαετία.

Υπόβαθρο

Η περιοχή της Υπερωξειανής είχε κατακτηθεί από τους Μουσουλμάνους υπό τον Κουτάιμπα ιμπν Μουσλίμ κατά το χαλιφάτο του Ουαλίντ Α' (705-715), ως επακόλουθο της κατάκτησης της Περσίας και του Χορασάν στα μέσα του Ζ' αιώνα.[3] Η αφοσίωση των γηγενών ιρανικής και τουρκικής καταγωγής πληθυσμών στους νέους επικυριάρχους τους όμως παρέμενε αμφίβολη, και ήδη το 719 έστειλαν πρεσβεία στους Κινέζους και τους υποτελείς σε αυτούς Τουργκές αιτούμενοι βοήθεια κατά των Μουσουλμάνων.[4] Σε απάντηση, το 720 οι Τουργκές άρχισαν να εξαπολύουν επιθέσεις, και οι Σογδιανοί άρχισαν να εξεγείρονται κατά του Χαλιφάτου. Αυτές οι πρώτες εξεγέρσεις κατεστάλεισαν με βάναυσο τρόπο από τον Άραβα κυβερνήτη του Χορασάν, Σαΐντ ιμπν Αμρ αλ-Χαρασί, αλλά το 724 ο διάδοχός του, Μουσλίμ ιμπν Σαΐντ αλ-Κιλαμπί, υπέστη καταστροφή (η λεγόμενη «Ημέρα της Δίψας») όταν προσπάθησε να καταλάβει την Φεργάνα.[5][6] Για τα επόμενα δυο χρόνια, οι Ομεϋάδες περιορίστηκαν στην άμυνα. Έγιναν κάποιες προσπάθειες να εξευμενιστούν και να προσεταιριστούν οι ντόπιοι πληθυσμοί, κυρίως με την κατάργηση της φορολόγησης των γηγενών προσήλυτων (mawali) στο Ισλάμ, αλλά αυτές ήταν διστακτικές και σύντομα αντιστράφηκαν. Οι αδέξιοι χειρισμοί από πλευράς των Αράβων συνέτειναν στην περαιτέρω αποξένωση των ντόπιων ελίτ. Το 728 μια μεγάλης έκτασης εξέγερση, σε συνδυασμό με εισβολή των Τουργκές, οδήγησε στην εγκατάλειψη του μεγαλύτερου μέρους της Υπερωξειανής, εκτός από την περιοχή γύρω από την Σαμαρκάνδη, από τις δυνάμεις του Χαλιφάτου.[7][8]

Ελπίζοντας να αντιστρέψει την κατάσταση, στις αρχές του 730 ο χαλίφης Ισάμ ιμπν Αμπντ αλ-Μαλίκ (723-743) διόρισε ως νέο κυβερνήτη του Χορασάν τον πεπειραμένο Τζουνάιντ ιμπν Αμπντ αρ-Ραχμάν αλ-Μουρί, που μόλις είχε ολοκληρώσει την ειρήνευση του Σινδ (σημ. νότιο Πακιστάν). Η επισφαλής κατάσταση στην οποία βρισκόταν η νέα επαρχία του έγινε γρήγορα αντιληπτή στον Τζουνάιντ: ο προκάτοχός του, Ασράς ασ-Σουλαμί, είχε τον προηγούμενο χρόνο προωθηθεί ως την Μπουχάρα σε μια αιματηρή εκστρατεία, και όταν ο Τζουνάιντ πέρασε τον Ώξο με σκοπό να ενωθεί μαζί του, χρειάστηκε συνοδεία 7.000 ιππέων, και αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει την επίθεση των Τουργκές υπό τον χαγάνο τους. Αφού ενώθηκε με τον ασ-Σουλαμί και ανέλαβε την ηγεσία του στρατού, ο Τζουνάιντ κατάφερε σε σύντομο χρονικό διάστημα να ανακτήσει την Μπουχάρα και το μεγαλύτερο μέρος της Σογδιανής, αφού οι Τουργκές αποτραβήχτηκαν βόρεια προς τη Σαμαρκάνδη. Ο αραβικός στρατός τους ακολούθησε και πέτυχε μια νίκη κοντά στην πόλη. Ο Τζουνάιντ τότε αποσύρθηκε με το στρατό του με σκοπό να διαχειμάσει στο Μερβ.[9][10] Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, εξεγέρσεις ξέσπασαν ακόμα και νότια του Όξου, στο Τοχαριστάν, που ως τότε είχε παραμείνει ήρεμο. Ο Τζουνάιντ αναγκάστηκε να μεταβεί στο Μπαλχ, από όπου διέσπειρε 28.000 άντρες σε διάφορες κατευθύνσεις για να καταστείλει την εξέγερση. Έτσι βρέθηκε σημαντικά αποδυναμωμένος όταν, στις αρχές του 731, οι Τουργκές έθεσαν υπό πολιορκία την Σαμαρκάνδη, ο διοικητής της οποίας, Σάουρα ιμπν αλ-Χουρ αλ-Αμπανί, έστειλε μηνύματα για βοήθεια. Παρά την αντίθετη γνώμη των πιο έμπειρων ντόπιων Αράβων ηγετών του στρατού, που τον συμβούλευσαν να περιμένει και να μην διασχίσει τον Ώξο με λιγότερους από 50.000 άντρες, ο Τζουνάιντ αποφάσισε να βαδίσει άμεσα για να βοηθήσει τη Σαμαρκάνδη.[11][12][13]

Μάχη

Οι Τουργκές κρατούσαν την παλιά περσική Βασιλική Οδό που οδηγούσε από την Μπουχάρα ανατολικά προς τη Σαμαρκάνδη, και έτσι ο Τζουνάιντ αναγκάστηκε να οδηγήσει το στρατό του στην Κις, περίπου 70 χλμ νότια της Σαμαρκάνδης.[14] Εκεί οι ανιχνευτές του τον ενημέρωσαν ότι οι Τουργκές είχαν στείλει αποσπάσματα να αχρηστεύσουν τις πηγές νερού κατά μήκος της πορείας του. Οι σύμβουλοί του πρότειναν να παρακάμψουν την οροσειρά Ζαραφσάν, που βρισκόταν μεταξύ της Κις και της Σαμαρκάνδης, από τα δυτικά, αλλά ένας από τους αξιωματικούς, ο αλ-Μουτζασσίρ ιμπν Μουζαχίμ ασ-Σουλαμί, προειδοποίησε ότι οι Τουργκές θα μπορούσαν πολύ εύκολα να βάλουν φωτιά στα ακαλλιέργητα λιβάδια κατά μήκος αυτής της διαδρομής. Αντί αυτού πρότεινε μια πιο άμεση προσέγγιση διαμέσω του απότομου αλλά σύντομου - περ. 2 χλμ σε μήκος - Περασματος Ταστακαράτσα, και τόνισε ότι έτσι πολύ πιθανόν να αιφνιδίαζαν τους Τουργκές.[14][15][16] Ο Τζουνάιντ υιοθέτησε αυτή την πρόταση, και έστησε το στρατόπεδό του μπροστά στην είσοδο της στενωπού. Η απόφασή του αυτή αντιμετωπίστηκε με δυσαρέσκεια από το στρατό, ως επί το πλείστον Άραβες του Χορασάν που δυσπιστούσαν απέναντι στον "ξενόφερτο" Τζουνάιντ. Οι συνήθεις φυλετικές διαμάχες δεν άργησαν να κάνουν πάλι την εμφάνισή τους, και μερικοί άρχισαν να λιποτακτούν. Απτόητος, ο Τζουνάιντ προχώρησε με 28.000 άντρες.[14][16][17] Τα επακόλουθα γεγονότα περιγράφονται με αρκετή λεπτομέρεια στην «Ιστορία των Προφητών και των Βασιλέων» του ατ-Ταμπαρί, που με τη σειρά του χρησιμοποίησε ως πηγή το έργο του ιστορικού Αμπού αλ-Χασάν αλ-Μανταϊνί, που έγραψε περίπου έναν αιώνα μετά τα γεγονότα αυτά.[14]

Οι δυο στρατοί που αντιπαρατέθηκαν στο Πέρασμα Ταστακαράτσα αντιπροσώπευαν δυο διαφορετικές φιλοσοφίες. Οι στρατοί των Ομεϋαδών διέθεταν μεν αρκετό ιππικό, τόσο ελαφρύ όσο και βαρύ,[18] βασίζονταν όμως κατά κόρον στο πεζικό, σε σημείο που το αραβικό ιππικό να περιορίζεται σε επιδρομές και αψιμαχίες κατά την έναρξη μιας μάχης, και μετά να αφιππεύει και να πολεμάει πεζή.[19] Αυτό ήταν σε πλήρη αντίθεση με τους Τουργκές, οι οποίοι, ως τυπικός κεντροασιατικός νομαδικός λαός, βασίζονταν αποκλειστικά στο ιππικό. Η απαράμιλλη ιππική τους δεινότητα, ειδικά ως ιπποτοξότες, και η φυσική τους αντοχή τους έκαναν ιδιαίτερα επικίνδυνους αντιπάλους. Οι Τουργκές ήταν ειδήμονες σε ένα ρευστό και ευκίνητο τρόπο του μάχεσθαι, βασιζόμενου σε αντιπερισπασμούς, ενέδρες, και προσποιητές υποχωρήσεις, που τους έδινε το πάνω χέρι σε σχέση με τους πιο βραδυκίνητους Άραβες.[20][21] Όπως σχολιάζει ο ιστορικός Hugh N. Kennedy, "όταν οι νομάδες [δηλ. οι Τουργκές] συμμάχησαν με τους ντόπιους ιρανούς ηγεμόνες, προσέφεραν την ίσως πιο σκληρή αντίστασοη που αντιμετώπισαν ποτέ οι πρώιμες ισλαμικές στρατιές."[22]

Ενισχυμένοι με δυνάμεις των ηγεμόνων της Σογδιανής, της Σας (Τασκένδη), και της Φεργάνα, οι Τουργκές επιτέθηκαν στους Ομεϋάδες στη στενωπό, δυο μέρες αφού είχαν αφήσει την Κις (μια Παρασκευή), σε απόσταση περίπου έξι παρασάγγων (περ. 24 χλμ) από την Σαμαρκάνδη. Οι Τουργκές επιτέθηκαν όταν οι Άραβες σταμάτησαν για να γευματίσουν. Η αραβική εμπροσθοφυλακή, υπό τον Ουθμάν ιμπν Αμπντ Αλλάχ ιμπν ασ-Σιχχίρ, ανετράπη, αλλά ο Τζουνάιντ κατάφερε να παρατάξει βιαστικά το κυρίως σώμα του στρατού του, τοποθετώντας τις δυνάμεις του κατά φυλές, με τους Ταμίμ και τους Αζντ στα δεξιά, και τους Ραμπία στα αριστερά. Οι Άραβες βιαστικά ανέγειραν αναχώματα μπροστά τους, και η αρχική επίθεση των Τουργκές, ενάντια στο αραβικό δεξιό, αποκρούστηκε. Ο Τζουνάιντ, που αρχικά βρισκόταν στη μέση της αραβικής παράταξης για να επιβλέπει τη μάχη, τότε ενώθηκε με τους Αζντ, που τον υποδέχτηκαν με απροκάλυπτη εχθρότητα: ο σημαιοφόρος τους φέρεται να του είπε ότι "Εάν νικήσουμε, θα είναι προς δικό σου όφελος. Εάν χαθούμε, εσύ δεν θα μας θρηνήσεις. Μα την ζωή μου, αν νικήσουμε και εγώ επιβιώσω, δεν θα σου απευθύνω ούτε λέξη." Ενδεικτικό της σφοδρότητας της μάχης είναι ότι σύμφωνα με τον ατ-Ταμπαρί, τόσο αυτός όσο και δεκαεφτά άλλοι που τον διαδέχτηκαν διαδοχικά ως σημαιοφόροι έπεσαν στη συνέχεια. Οι Άραβες αρχικά συγκρούστηκαν με τους Τουργκές έφιπποι, αλλά καθώς αυξάνονταν οι απώλειές τους, ο κήρυκας του Τζουνάιντ τους διέταξε να αφιππεύσουν και να σκύψουν πίσω από τα αναχώματα, σχηματίζοντας ένα φράχτη από δόρατα. Η κίνηση αυτή επέτρεψε στους μουσουλμάνους να κρατήσουν τις θέσεις τους. Εν τέλει και οι δυο πλευρές απόκαμαν και η μάχη σταμάτησε για εκείνη την ημέρα.[23][24][25] Οι πιο βαριές απώλειες για τους Άραβες ήταν μεταξύ αυτών που έμειναν πίσω και αποχωρίστηκαν από το κυρίως σώμα, καθώς και τις αποσκευές του στρατού, που υπό τον Αμπντ Αλλάχ ιμπν Μουαμμάρ ιμπν Σουμάιρ αλ-Γιασκουρί είχαν μείνει κοντά στην Κις: οι Τουργκές τους επιτέθηκαν και τους εξολόθρευσαν σχεδόν όλους.[26][27]

Την επόμενη μέρα, οι Τουργκές ανανέωσαν την επίθεσή τους κατά των Αράβων, αλλά αποκρούστηκαν και πάλι. Κάθε φορά που οι αντίπαλοί τους πλησίαζαν, οι Άραβες εξαπέλυαν δυναμικές αντεπιθέσεις, ώσπου στο τέλος ο χαγάνος διέταξε τους άντρες του να πολιροκήσουν το αραβικό στρατόπεδο, αντί να του επιτίθενται.[26] Έχοντας αντέξει μπροστά στην αρχική έφοδο, ο Τζουνάιντ έστειλε αγγελιοφόρους στον Σάουρα στη Σαμαρκάνδη με διαταγές να εξαπολύσει επίθεση για αντιπερισπασμό στα νώτα των Τουργκές. Ο Σάουρα και οι άντρες του δίστασαν αρχικά, αφού μια τέτοια έξοδος ήταν ξεκάθαρα αποστολή αυτοκτονίας, αλλά οι απειλές του Τζουνάιντ ανάγκασαν τον Σάουρα να συμμορφωθεί. Αφήνοντας πίσω του μια μικρή φρουρά, ο Σάουρα εξήλθε της Σαμαρκάνδης με τους 12.000 άντρες του, και διασχίζοντας την οροσειρά με τη βοήθεια ενός ντόπιου οδηγού κατάφερε να πλησιάσει σε απόσταση μόλις ενός παρασάγγη (περ. 5-6 χλμ) από το στρατό του Τζουνάιντ.[27][28][29] Σε αυτό το σημείο όμως τους σταμάτησαν οι Τουργκές, οι οποίοι, ακολουθώντας τη συμβουλή του Γουράκ, του Σογδιανού βασιλιά της Σαμαρκάνδης, έβαλαν φωτιά στα ξηρά χόρτα των λιβαδιών. Οι υπαρχηγοί του Σάουρα πρότειναν να αντιπαρατεθούν στους Τουργκές ως φάλαγγα πεζικού, προελαύνοντας αργά πίσω από ένα φράχτη από δόρατα (δηλ. η κλασική τακτική των Ομεϋαδών κατά ιππικού[30]), αλλά ο Σάουρα, που γνώριζε ότι οι άντρες του ήταν κουρασμένοι και στα όρια της απόγνωσης, προτίμησε να διατάξει μια επίθεση ιππικού κατά των Τουργκές, με την ελπίδα να διασπάσει τον κλοιό τους με τουλάχιστον ένα μέρος της δύναμής του και να ενωθεί με τον Τζουνάιντ. Οι άντρες του Τζουνάιντ, "τρελαμένοι από τη ζέστη και τη δίψα", κατά την περιγραφή του H. A. R. Gibb, όρμησαν στους Τουργκές και κατάφεραν να διασπάσουν το μέτωπό τους, αλλά σύντομα οι μάχη εκφυλίστηκε σε γενική σύγχυση, με τις δυο πλευρές να εμποδίζονται εξίσου από τον καπνό, τη σκόνη, και τις φλόγες. Τελικά ο αραβικός στρατός έχασε τη συνοχή του, σκόρπισε και καταστράφηκε τμηματικά από το ιππικό των Τουργκές. Μόλις χίλιοι από τους άντρες του Σάουρα διέφυγαν ζωντανοί.[27][29][31][32]

Ο Τζουνάιντ εκμεταλλεύτηκε τον αντιπερισπασμό και κατάφερε να διασπάσει τον εχθρικό κλοιό προς τη Σαμαρκάνδη. Μόλις βγήκαν από τη στενωπό όμως, οι αξιωματικοί του τον έπεισαν να καταυλίσουν επιτόπου και να διανυκτερεύσουν εκεί, αντί να επιχειρήσουν φτάσουνε στην πόλη. Η συμβουλή αυτή πιθανότατα έσωσε τον στρατό, αφού οι Τουργκές σύντομα τους πρόφτασαν, και αν είχαν πετύχει τους Άραβες σε ανοικτό πεδίο θα τους είχαν εξολοθρεύσει. Ακόμα κι έτσι, η οχύρωση του στρατοπέδου δεν είχε ολοκληρωθεί την επόμενη μέρα, όταν οι Τουργκές επανέλαβαν την επίθεσή τους. Οι Άραβες βρέθηκαν τότε σε τέτοιο κίνδυνο που ο Τζουνάιντ πρόσφερε να ελευθερώσει τους δούλους του στρατού, εάν πολεμούσαν. Πολλοί ανταποκρίθηκαν, φορώντας τα υποσάγματα των αλόγων για θώρακα. Οι επιθέσεις των Τουργκές αποκρούστηκαν, και τελικά ο αραβικός στρατός, μετά από σχεδόν τρεις μέρες μάχης, κατάφερε να φτάσει στη Σαμαρκάνδη.[32][33][34]

Επακόλουθα και επιπτώσεις

Ο Τζουνάιντ παρέμεινε στη Σαμαρκάνδη για περίπου τέσσερις μήνες, μέχρι τον Οκτώβρη του 731, επιτρέποντας στο στρατό του να ξεκουραστεί. Εν τω μεταξύ οι Τουργκές κατευθύνθηκαν προς τη Μπουχάρα, την οποία πολιόρκησαν. Ο Τζουνάιντ αποφάσισε να τους αντιμετωπίσει, και κατάφερε να πετύχει μερικές επιτυχίες στις αρχές του Νοέμβρη και να άρει την πολιορκία της Μπουχάρα, στην οποία εισήλθε ανήμερα της γιορτής του Μεχρεγκάν. Αφήνοντας μια μάλλον συμβολική φρουρά 800 ανδρών στη Σαμαρκάνδη, ο Τζουνάιντ επέστρεψε στη Μερβ. Μόλις όμως οι Τουργκές αποχώρησαν βόρεια για το χειμώνα, εκκένωσε την πόλη από τους Μουσουλμάνους κατοίκους της.[35][36]

Παρότι η Σαμαρκάνδη σώθηκε και ο αραβικός στρατός απέφυγε την ολοκληρωτική καταστροφή, η μάχη της Στενωπού "δεν ήταν ολότελα μια αραβική νίκη", σύμφωνα με τον M. A. Shaban.[1] Σύμφωνα δε με τον Khalid Yahya Blankinship, ήταν "στην καλύτερη περίπτωση μια Πύρρειος νίκη",[2] λόγω των υψηλών απωλειών που υπέστησαν οι Μουσουλμάνοι. Τωόντι οι πηγές φέρουν τόσο τον Τζουνάιντ όσο και τον χαλίφη Ισάμ να συγκρίνουν δημόσια τη μάχη με την καταστροφική ήττα που είχαν υποστεί οι Άραβες τον προηγούμενο χρόνο από τους Χαζάρους στη Μάχη του Μαρτζ Αρνταμπίλ.[37] Ο ιστορικός του Ι' αιώνα Ιμπν Αθάμ αλ-Κούφι τοποθετεί τις μουσουλμανικές απώλειες σε τουλάχιστον 20.000 από ένα σύνολο 43.000 ή 48.000 ανδρών, ενώ σύγχρονοι των γεγονότων ποιητές ανεβάζουν τον αριθμό των απωλειών στις 50.000. Με βάση τον αριθμό των ενισχύσεων που στάλθηκαν στο Χορασάν μετά τη μάχη, ο Blankinship υπολογίζει τους Άραβες νεκρούς σε μεταξύ 25.000 και 30.000.[37] Οι Τουργκές επίσης υπέστησαν βαριές απώλειες, με τον Ιμπν Αθάμ να δίνει τον, αδύνατο να εξακριβωθεί, αριθμό των 10.000 και πλέον νεκρών,[38] αλλά οι αραβικές απώλειες οδήγησαν σε ταχεία μείωση της ισλαμικής ισχύος στην Κεντρική Ασία. Ο Τζουνάιντ παρέμεινε μεν ως κυβερνήτης στο Χορασάν μέχρι το θάνατό του στις αρχές του 734, μέχρι τότε όμως οι Άραβες είχαν χάσει έλεγχο όλων των εδαφών βορείως του Ώξου εκτός από τη Μπουχάρα, την Κις, και την περιοχή του ασ-Σαγανιάν.[39]

Τα γεγονότα της Μάχης της Στενωπού ενίσχυσαν την προϊούσα δυσαρέσκεια των Αράβων του Χορασάν με το κα0εστώς των Ομεϋαδών και τους εκπροσώπους του, όπως φάνηκε στα λόγια του σημαιοφόρου των Αζντ προς τον Τζουνάιντ. Ο ατ-Ταμπαρί επιπλέον αναφέρει τα λόγια ενός άλλου Χορασανίτη Άραβα (αν και πιθανώς να αποτελούν ύστερη προσθήκη) πριν από τη μάχη: "Προλέγεται εδώ και καιρό ότι ορισμένοι από τους στρατιώτες του Χορασάν θα πέθαιναν στα χέρια ενός τρυφηλού άντρα από τους Κάις.[40] Τώρα φοβόμαστε ότι εσύ είσαι αυτός." Σύμφωνα με τον Blankinship, αυτές οι αναφορές, καθώς και διάφορα σωζόμενα ποιήματα που κακολογούν τον Τζουνάιντ, αποτελούν εύγλωττο τεκμήριο της απόγνωσης των Χορασανιτών, που "αναγκάζονταν να συμμετάσχουν σε συνεχείς, ατελέσφορες εκστρατείες προς όφελος ματαιόδοξων στρατηγών σε ένα από τα χειρότερα μέτωπα του Χαλιφάτου, από μια κεντρική εξουσία της οποίας ο συριακός στρατός, που τύγχανε ειδικής εύνοιας, δεν είχε μέχρι τότε, κατά την άποψη των Χορασανιτών, αντιμετωπίσει όμοιες κακουχίες".[32][41] Ο Blankinship παρατηρεί ότι "μετά από την Ημέρα της Στενωπού, πολλά φυλετικά ονόματα των Χορασανιτών παύουν να εμφανίζονται στον στρατό του Χορασάν, οδηγώντας στην υπόθεση ότι είτε είχαν εξολοθρευτεί είτε ότι οι άντρες τους έπαψαν να μάχονται. Ορισμένα τμήματα Χορασανιτών παραμένουν σε υπηρεσία, φυσικά, αλλά πλέον παράλληλα με συριακά στρατεύματα. Έτσι φαίνεται, ιδιαίτερα λόγω της έμφασης που δίνει στο σημείο αυτό ο ατ-Ταμπαρί, ότι η Ημέρα της Στενωπού ήταν ένα σημείο καμπής στον πόλεμο με τους Τούρκους, τουλάχιστον όσον αφορά τους Χορασανίτες".[2] Το επακόλουθο διάστημα ήταν ταραγμένο για το Χορασάν, με εξεγέρσεις όπως αυτή του αλ-Χαρίθ ιμπν Σουράιτζ και αναταραχές κατά των Ομεϋαδών ανάμεσα στους Χορασανίτες Άραβες, πράγμα που ανάγκασε τον χαλίφη να στείλει στο Χορασάν 20.000 πιστούς Σύρους στρατιώτες επιπλέον των 20.000 Ιρακινών που είχαν σταλεί αμέσως μετά τη Στενωπό. Μόλις το 739-741, μετά την κατάρρευση του χαγανάτου των Τουργκές ύστερα από τον φόνο του χαγάνου Σουλούκ, κατάφερε ο νέος κυβερνήτης του Χορασάν, Νασρ ιμπν Σαγιάρ, να αποκαταστήσει τον έλεγχο του Χαλιφάτου στην Υπερωξειανή, επεκτείνοντας την εξουσία των Μουσουλμάνων και πάλι μέχρι τη Σαμαρκάνδη.[42][43]

Ταυτόχρονα όμως, μετά από τις απώλειες που υπέστη στη Στενωπό, στο Αρνταμπίλ, και σε άλλες παρόμοιες στρατιωτικές καταστροφές, η ανάγκη να ενισχύσει τα δοκιμαζόμενα σύνορά του εξάντλησε τις στρατιωτικές και οικονομικές δυνάμεις του Χαλιφάτου. Ιδιαίτερα ο ισχυρός συριακός στρατός, ο βασικός πυλώνας της εξουσίας των Ομεϋαδών, βρέθηκε να κατακερματίζεται για να ενισχυθούν οι πλέον μακρινές επαρχίες. Σε μικρό χρονικό διάστημα, αυτή η αποδυνάμωση του συριακού στρατού θα αποτελούσε έναν μείζονα παράγοντα στην πτώση της Δυναστείας των Ομεϋαδών κατά τον εμφύλιο της δεκαετίας του 740 και την Επανάσταση των Αββασιδών που τον ακολούθησε.[44][45]

Παραπομπές

  1. 1,0 1,1 Shaban (1979), σ. 113
  2. 2,0 2,1 2,2 Blankinship (1989), σ. xv
  3. Blankinship (1994), σ. 19, 29–30
  4. Blankinship (1994), σ. 109–110
  5. Blankinship (1994), σ. 125–127
  6. Gibb (1923), σ. 61–67
  7. Blankinship (1994), σ. 127–128
  8. Gibb (1923), σ. 67–70
  9. Blankinship (1994), σ. 155
  10. Gibb (1923), σ. 72–73
  11. Blankinship (1994), σ. 155–156
  12. Gibb (1923), σ. 73
  13. Kennedy (2001), σ. 43
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 Kennedy (2001), σ. 29
  15. Blankinship (1989), σ. 72
  16. 16,0 16,1 Kennedy (2007), σ. 285
  17. Blankinship (1994), σ. 156, 157
  18. Blankinship (1994), σ. 126
  19. Kennedy (2001), σ. 23–25
  20. Blankinship (1994), σ. 109, 126
  21. Kennedy (2007), σ. 234–235
  22. Kennedy (2007), σ. 236
  23. Blankinship (1989), σ. 73–76
  24. Kennedy (2001), σ. 29–30
  25. Kennedy (2007), σ. 285–287
  26. 26,0 26,1 Blankinship (1989), σ. 76
  27. 27,0 27,1 27,2 Gibb (1923), σ. 74
  28. Blankinship (1989), σ. 77–78
  29. 29,0 29,1 Kennedy (2007), σ. 287
  30. Kennedy (2001), σ. 25–26
  31. Blankinship (1989), σ. 78–79
  32. 32,0 32,1 32,2 Kennedy (2001), σ. 30
  33. Blankinship (1989), σ. 80–81
  34. Kennedy (2007), σ. 287–288
  35. Blankinship (1994), σ. 160
  36. Gibb (1923), σ. 75
  37. 37,0 37,1 Blankinship (1994), σ. 157
  38. Blankinship (1994), σ. 327 (σημ. #86)
  39. Blankinship (1994), σ. 161, 176
  40. Οι Κάις (Banu Qays) ή Καϊσίτες ήταν μια βόρεια αραβική φυλή, και το όνομά τους χρησιμοποιούνταν συχνά μετωνυμικά για όλες τις βόρειες αραβικές φυλές (επίσης γνωστές ως Μουδαρίτες ή Αντνανίτες), κατ'αντίθεση προς τις αντίζηλές τους νότιες αραβικές φυλές, τους Υεμενίτες ή Καχτανίτες, που αποτελούσαν και την πλειοψηφία στο Χορασάν.
  41. Blankinship (1994), σ. 157–159
  42. Blankinship (1994), σ. 176–185
  43. Kennedy (2007), σ. 289–293
  44. Blankinship (1994), σ. 157, 223 κ.ε., 230–236
  45. Kennedy (2001), σ. 47–51

Πηγές