Μάχη του Κολουμπάρα

Μάχη του Κολουμπάρα
Βαλκανική εκστρατεία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου
Χάρτης της τρίτης αυστροουγγρικής εισβολής στη Σερβία, Νοέμβριος–Δεκέμβριος 1914
Χρονολογία16 Νοεμβρίου – 15 Δεκεμβρίου 1914
ΤόποςΠοταμός Κολουμπάρα, Βασίλειο της Σερβίας
ΈκβασηΑποφασιστική σερβική νίκη
Αντιμαχόμενοι
Βασίλειο της Σερβίας
Αυστροουγγαρία
Ηγετικά πρόσωπα
Ραντομίρ Πούτνικ
Ζιβόγιν Μίσιτς
Στέπα Στεπάνοβιτς
Πάβλε Γιούρισιτς Στουρμ
Μίλος Μποζάνεβιτς
Όσκαρ Ποτιόρεκ
Λιβόριος Ρίτερ φον Φρανκ
Δυνάμεις
400.000
450.000
Απολογισμός
  • 22.000 νεκροί
  • 91.000 τραυματίες
  • 19.000 αγνοούμενοι ή αιχμάλωτοι

Σύνολο: 132.000 απώλειες
  • 30.000 νεκροί
  • 173,000 τραυματίες
  • 70,000 αιχμάλωτοι

Σύνολο: 273.000 απώλειες

Η Μάχη του Κολουμπάρα (σερβικά κυριλλικά: Колубарска битка‎‎, γερμανικά: Schlacht an der Kolubara‎‎) ήταν σύρραξη που σημειώθηκε μεταξύ Αυστροουγγαρίας και Σερβίας τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1914, στη διάρκεια της Σερβικής Εκστρατείας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ξεκίνησε στις 16 Νοεμβρίου, όταν οι Αυστροούγγροι υπό την ηγεσία του Όσκαρ Ποτιόρεκ έφτασαν στον ποταμό Κολουμπάρα κατά την τρίτη τους εισβολή στη Σερβία το ίδιο έτος, έχοντας καταλάβει τη στρατηγικής σημασίας πόλη του Βάλιεβο και ανάγκασαν τον σερβικό στρατό να πραγματοποιήσει μια σειρά υποχωρήσεων. Οι Σέρβοι αποχώρησαν από το Βελιγράδι στις 29-30 Νοεμβρίου και η πόλη σύντομα πέρασε σε αυστροουγγρικό έλεγχο. Στις 2 Δεκεμβρίου, ο σερβικός στρατός ξεκίνησε αιφνιδιαστική αντεπίθεση σε όλο το μέτωπο. Οι πόλεις Βάλιεβο και Ούζιτσε καταλήφθηκαν από τους Σέρβους στις 8 Δεκεμβρίου, ενώ οι Αυστροούγγροι υποχώρησαν στο Βελιγράδι, το οποίο ο διοικητής της 5ης στρατιάς Λιβόριος Ρίτερ φον Φρανκ θεωρούσε απόρθητο. Οι Αυστροούγγροι εγκατέλειψαν την πόλη μεταξύ 14 και 15 Δεκεμβρίου επιστρέφοντας στην Αυστροουγγαρία και επιτρέποντας στους Σέρβους να πάρουν πίσω την πρωτεύουσά τους την επόμενη μέρα.

Τόσο οι Αυστροούγγροι όσο και οι Σέρβοι υπέστησαν βαριές απώλειες, με περισσότερους από 20.000 νεκρούς για την κάθε πλευρά. Η ήττα ταπείνωσε την Αυστροουγγαρία, η οποία ήλπιζε να έχει καταλάβει τη Σερβία μέχρι το τέλος του 1914. Στις 22 Δεκεμβρίου, η 5η και η 6η στρατιά συγχωνεύτηκαν σε μία μόνο 5η στρατιά 95.000 ανδρών.

Ιστορικό

Στις 28 Ιουνίου 1914, ο Σερβοβόσνιος φοιτητής Γκαβρίλο Πρίνστιπ δολοφόνησε τον Αρχιδούκα Φραγκίσκο Φερδινάνδο της Αυστρίας στο Σεράγεβο. Η δολοφονία προκάλεσε την κρίση του Ιουλίου, η οποία οδήγησε την Αυστροουγγαρία να στείλει τελεσίγραφο στη Σερβία στις 23 Ιουλίου με την υποψία ότι η δολοφονία είχε προγραμματιστεί στο Βελιγράδι.[1] Η αυστροουγγρική κυβέρνηση διατύπωσε το τελεσίγραφο με σκόπιμα απαράδεκτο τρόπο και πράγματι απορρίφθηκε από τη Σερβία.[2] Οι Αυστροούγγροι κήρυξαν πόλεμο στη Σερβία στις 28 Ιουλίου, ενώ την ίδια μέρα οι Σέρβοι κατέστρεψαν όλες τις γέφυρες των ποταμών Σάβο και Δούναβη, προκειμένου να μη χρησιμοποιηθούν από τους Αυστροούγγρους στη διάρκεια οποιασδήποτε μελλοντικής εισβολής.[3] Το Βελιγράδι βομβαρδίστηκε την επόμενη μέρα, που σηματοδότησε την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.[4]

Οι μάχες στην Ανατολική Ευρώπη ξεκίνησαν με την πρώτη αυστροουγγρική εισβολή στη Σερβία στις αρχές Αυγούστου του 1914, υπό την ηγεσία του Όσκαρ Ποτιόρεκ.[4] Ο αριθμός των αυστροουγγρικών στρατευμάτων στην εισβολή ήταν πολύ μικρότερος από τους 308.000 άνδρες που είχε σχεδιαστεί όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος. Αυτό οφείλεται στο ότι μεγάλο μέρος της 2ης στρατιάς της Αυστροουγγαρίας είχε μετακινηθεί στο ρωσικό μέτωπο, μειώνοντας τον αριθμό των ανδρών που συμμετείχαν στα αρχικά στάδια της εισβολής σε περίπου 200.000. Από την άλλη πλευρά, οι Σέρβοι μπορούσαν να συγκεντρώσουν περίπου 450.000 άντρες για να αντιταχθούν στους Αυστροούγγρους. Οι κύριες δυνάμεις για την αντιμετώπιση των Αυστροούγγρων ήταν η 1η, 2η και 3η στρατιά καθώς και η στρατός του Ούζιτσε, με συνδυασμένη δύναμη περίπου 180.000 ανδρών.[4] Επικεφαλής του σερβικού στρατού ήταν ο πρίγκιπας Αλέξανδρος, με τον Σέρβο στρατάρχη Ραντόμιρ Πότενικ, ως αναπληρωτή και de facto στρατιωτικό αρχηγό του. Οι Petar Bojović, Στέπα Στεπάνοβιτς, Pavle Jurišić Šturm και Μίλος Μποζάνεβιτς διοικούσαν την 1η, 2η, 3η στρατιά καθώς και τη στρατιά του Ούζιτσε αντίστοιχα.[4]

Σέρβοι στρατιώτες βαδίζουν στην εξοχή, π. 1914 .

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι μόλις είχαν τελειώσει και η Σερβία ακόμα ανέκαμπτε. Περισσότεροι από 36.000 Σέρβοι στρατιώτες είχαν σκοτωθεί και 55.000 είχαν τραυματιστεί σοβαρά. Κάποιοι στρατολογήθηκαν από τα νεοαποκτηθέντα εδάφη και ο σερβικός στρατός είχε επεκταθεί από ανάγκη να τους διαφυλάξει από τους Αλβανούς αντάρτες και την απειλή βουλγαρικής επίθεσης. Σαν να μην έφτανε αυτό, οι Σέρβοι είχαν επικίνδυνε ελλείψεις στο πυροβολικό, ενώ μόλις είχαν αρχίσει να αναπληρώνουν τα αποθέματα πυρομαχικών τους. Τα προβλήματά τους με τον εφοδιασμό επεκτάθηκαν και σε πιο βασικά είδη. Πολλοί στρατιώτες δεν είχαν άλλη στολή, εκτός από τη χλαίνη και το παραδοσιακό σέρβικο καπέλο τύπου σαϊκάτσα. Τα όπλα ήταν επίσης δυσεύρετα. Υπολογιζόταν ότι κατά την πλήρη κινητοποίηση 50.000 περίπου Σέρβοι στρατιώτες δεν θα είχαν καθόλου εξοπλισμό. Οι Αυστροούγγροι, από την άλλη πλευρά, διέθεταν πληθώρα σύγχρονων τυφεκίων και είχαν διπλάσια πολυβόλα και όπλα από τους Σέρβους. Είχαν επίσης καλύτερα αποθέματα πυρομαχικών, καθώς και πολύ καλύτερες μεταφορικές και βιομηχανικές υποδομές. Οι Σέρβοι είχαν ένα μικρό πλεονέκτημα έναντι των Αυστροούγγρων, καθώς πολλοί από τους στρατιώτες τους ήταν έμπειροι βετεράνοι των Βαλκανικών Πολέμων και καλύτερα εκπαιδευμένοι από τους Αυστροούγγρους.[4] Τέλος, οι Σέρβοι στρατιώτες είχαν υψηλό ηθικό, το οποίο αντιστάθμιζε εν μέρει την έλλειψη όπλων.[5]

Οι Σέρβοι απέκρουσαν μια Αυστροουγγρική εισβολή τον Αύγουστο, στη Μάχη του Τσερ. Ήταν η πρώτη νίκη των Συμμάχων κατά τη Κεντρικών Δυνάμεων στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.[6] [7] Ο Ποτιόρεκ ταπεινώθηκε από την ήττα και αποφάσισε να επαναλάβει την επίθεση εναντίον των Σέρβων. Του δόθηκε άδεια το Σεπτέμβριο για να ξεκινήσει εκ νέου εισβολή στη Σερβία, υπό την προϋπόθεση ότι "[δεν] διακινδύνευε κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω φιάσκο".[6] Υπό την πίεση των Ρώσων που ήθελαν να ξεκινήσουν δική τους επίθεση και να κρατήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα αυστροουγγρικά στρατεύματα μακριά από το Ανατολικό Μέτωπο, οι Σέρβοι εισέβαλαν στη Βοσνία τον Σεπτέμβριο με τη βοήθεια ατάκτων τουΤσέτνικ, αλλά απωθήθηκαν μετά από έναν μήνα μάχης, που έγινε γνωστή ως Μάχη της Δρίνας.[3] Ο Bojović τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια της μάχης και αντικαταστάθηκε από τον Ζιβόγιν Μίσιτς ως διοικητής της 1ης σερβικής στρατιάς.[1]

Έναρξη

Αυστροουγγρικά σχέδια

Συνέπειες του αυστροουγγρικού βομβαρδισμού στο Σάμπατς, Οκτώβριος 1914.

Η ηγεσία του αυστροουγγρικού στρατού αναγνώριζε ότι μια αήττητη Σερβία εμπόδιζε τη σύνδεση της Αυστροουγγαρίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την ολοκλήρωση της σιδηροδρομικής γραμμής Βερολίνου-Βαγδάτης. Συνειδητοποιούσε επίσης ότι η αδυναμία του αυστροουγγρικού στρατού να νικήσει τη Σερβία θα αποθάρρυνε ουδέτερες χώρες –όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Ελλάδα– από την ένταξή τους στις Κεντρικές Δυνάμεις και θα δελέαζε την Ιταλία να ανοίξει τρίτο μέτωπο ενάντια στην Αυστροουγγαρία.[8] Ωστόσο, δίσταζαν να εγκρίνουν μια τρίτη εισβολή στη Σερβία.

Αυτό άλλαξε τον Σεπτέμβριο του 1914, όταν τα αυστροουγγρικά στρατεύματα ανακάλυψαν έναν χάρτη σε ένα εγκαταλελειμμένο βιβλιοπωλείο του Ζέμουν, με τίτλο Η νέα διαίρεση της Ευρώπης. Αρχικά τυπωμένος σε ρωσική εφημερίδα, ο χάρτης πωλήθηκε ευρέως στη Σερβία και απεικόνιζε τα σύνορα της Ευρώπης όπως θα διαμορφώνονταν μετά τον πόλεμο. Η Γερμανία έπρεπε να χωριστεί σε βόρειες και νότιες ομοσπονδίες, η Αυστροουγγαρία θα διαλυόταν, ενώ οι ανατολικές επαρχίες της θα δίνονταν στη Ρωσία, τη Ρουμανία, τους Τσέχους και τους Ούγγρους και οι νότιες θα μοιράζονταν μεταξύ Σερβίας και Ιταλίας.[8] Ανήσυχος από την προοπτική διάλυσης της Αυστροουγγαρίας, ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ διέταξε προσωπικά τρίτη εισβολή στη Σερβία στις αρχές Οκτωβρίου του 1914.[8]

Έχοντας μόλις απωθήσει τη σερβική εισβολή στη Βοσνία, ο αυστροουγγρικός στρατός ανασυγκροτήθηκε και επιχείρησε μια τελική εισβολή πριν από την έλευση του χειμώνα.[9] Ο Ποτιόρεκ τοποθετήθηκε και πάλι επικεφαλής των αυστροουγγρικών δυνάμεων και του δόθηκε η ηγεσία της αυστροουγγρικής 6ης στρατιάς. Η 5η στρατιά της Αυστροουγγαρίας διοικούνταν από τον Λιβόριο Ρίτερ φον Φρανκ.[10] Συνολικά, οι Αυστροούγγροι διέθεταν 450.000 άνδρες. Ο σερβικός στρατός είχε 400.000 άνδρες έτοιμους να αντιμετωπίσουν την αυστροουγγρική επίθεση.[11] Οι Σέρβοι είχαν εξαντληθεί και αποθαρρυνθεί.[8] Ο Ποτιόρεκ αναγνώριζε ότι ο σερβικός στρατός βρισκόταν σε δύσκολη κατάσταση. Ήταν σίγουρος ότι μια τρίτη εισβολή θα του έδινε την αποφασιστική νίκη που τόσο απεγνωσμένα ήθελε.

Στη Βιέννη και το Σεράγεβο, αξιωματούχοι της Αυστροουγγαρίας άρχισαν να σχεδιάζουν την κατοχή και τη διάλυση της Σερβίας. Η χώρα επρόκειτο να λεηλατηθεί και η επικράτειά της θα χρησίμευε για δωροδοκία των ουδέτερων βαλκανικών κρατών ώστε να ενταχθούν στις Κεντρικές Δυνάμεις, με τους Ρουμάνους να παίρνουν την περιοχή της Τίμοτσκα Κράινα και τους Βούλγαρους να παίρνουν την περιοχή της Μακεδονίας και τη νοτιοανατολική Σερβία. Οι Αυστροούγγροι σκόπευαν να προσαρτήσουν όλα τα εδάφη δυτικά του ποταμού Μοράβα, καθώς και τις πόλεις Σκόδρακαι Δυρράχιο στη βόρεια Αλβανία.[8] Οι Σέρβοι που ζούσαν δυτικά του Μοράβα -"οι συμπαγείς σερβικές μάζες", όπως τους αποκαλούσαν οι Αυστροούγγροι- έπρεπε να εκδιωχθούν και να αντικατασταθούν με αυστριακούς εποίκους.[8]

Ο Ποτιόρεκ σχεδίαζε να ξεκινήσει συγκλίνουσα επίθεση στη βόρεια και τη δυτική Σερβία. Η 5η στρατιά επρόκειτο να κατακτήσει το Βάλιεβο περιστοιχίζοντας τον ποταμό Κολουμπάρα από τα βόρεια, ενώ η 6η στρατιά θα κατακτούσε το οροπέδιο Γιάγκοντνια. Η κατάληψη της νοτιοανατολικής Σερβικής πόλης Νις ήταν ο κύριος στόχος του Ποτιόρεκ. Η Νις ήταν πρωτεύουσα της Σερβίας από τον Ιούλιο και αποτελούσε κρίσιμο κόμβο μεταφορών για τον στρατό της. Λειτουργούσε επίσης ως αποθήκη πυρομαχικών που παράγονταν στο κοντινό Κραγκούγιεβατς. Η κατάληψη της πόλης θα δίχαζε τη Σερβία στα δύο και θα διέλυε τον σερβικό στρατό.[8]

Τρίτη αυστροουγγρική εισβολή στη Σερβία

Όλες οι κοιλάδες της βορειοδυτικής Σερβίας κατακλύζονταν από συνεχείς βροχοπτώσεις. Τα βουνά καλύπτονταν από χιόνι από τις αρχές Οκτωβρίου. Στις 31 Οκτωβρίου, η 5η στρατιά του Φον Φρανκ επιτέθηκε στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Σάβα και Δρίνου, ενώ η 6η στρατιά του Ποτιόρεκ προχώρησε δυτικά απέναντι από τη Δρίνα και στο οροπέδιο Jagodnja.[10] Η τρίτη αυστροουγγρική εισβολή στη Σερβία ξεκίνησε στις 6 Νοεμβρίου 1914, σε μια σειρά από συνοριακές πόλεις της Σερβίας.[9] Στις 7 Νοεμβρίου, η 5η και 6η αυστροουγγρική στρατιά επιτέθηκαν σε όλη τη Δρίνα. Αν και έχοντας έντονη έλλειψη πυρομαχικών, ο σερβικός στρατός αντιστάθηκε σθεναρά, αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Η 3η στρατιά επιτέθηκε σε ένα δρόμο δίπλα στον ποταμό Τζαντάρ σε μια προσπάθεια να εμποδίσει την αυστροουγγρική προέλαση προς το Βαλίεβο, ενώ η 1η στρατιά υποχώρησε νότια στο εσωτερικό της Σερβίας και η στρατιά του Ούζιτσε κατάφερε να εμποδίσει τους Αυστροούγγρους να διασχίσουν τη Δρίνα.[1]

Στις 8 Νοεμβρίου, οι Αυστροούγγροι επιτέθηκαν στη 2η σερβική στρατιά κοντά στο όρος Τσερ και έφτασαν 1,6 χλμ. μακριά από τη σερβική πρώτη γραμμή.[1] Η 2η στρατιά έλαβε εντολή να καθυστερήσει τους Αυστροούγγρους όσο το δυνατόν περισσότερο, αλλιώς να υποχωρήσει προς τη δεξιά όχθη του ποταμού Dobrava. Αργότερα την ίδια μέρα, η σερβική κυβέρνηση πραγματοποίησε σύνοδο με την Ανώτατη Σερβική Διοίκηση σχετικά με την επιδεινούμενη στρατιωτική θέση της Σερβίας. Ο Πούτνικ τόνισε ότι ήταν σημαντικό για τη Σερβία να κρατήσει την Κολουμπάρα και τις γειτονικές πόλεις και πρότεινε στους Σέρβους να συνάψουν ειρήνη με την Αυστροουγγαρία εάν αυτό δεν ήταν εφικτό. Αυτή η ιδέα απορρίφθηκε από τον Πρωθυπουργό της Σερβίας, Νικόλα Πάσιτς, ο οποίος προέτρεψε περαιτέρω αντίσταση στους Αυστροούγγρους και απείλησε με παραίτηση της κυβέρνησής του σε περίπτωση που ξεκινούσαν ειρηνευτικοί διάλογοι. Στο τέλος της συνόδου, η σερβική κυβέρνηση και η ανώτατη διοίκηση συμφώνησαν να συνεχιστεί ο πόλεμος.[9]

Σερβική υποχώρηση

Αυστροούγγροι στρατιώτες δίπλα σε σερβικό πυροβόλο που έχουν κατάσχει.

Ο Πότενικ σκέφτηκε ότι οι γραμμές εφοδιασμού της Αυστροουγγαρίας θα πιέζονταν υπερβολικά καθώς οι δυνάμεις τους προχωρούσαν βαθύτερα στη Σερβία, ενώ οι Σέρβοι θα συνέχιζαν να κρατούν τις σιδηροδρομικές γραμμές στο εσωτερικό της Σερβίας.[1] Στις 10 Νοεμβρίου, διέταξε γενική υποχώρηση από τη Τζαντάρ και απέσυρε τη 2η σερβική στρατιά στο Ουμπ τοποθετώντας την 1η και την 3η στρατιά βόρεια και δυτικά του Βαλίεβο.[12] Εντωμεταξύ, η στρατιά του Ούζιτσε έλαβε θέσεις για να υπερασπιστεί την πόλη από την οποία πήρε το όνομά της.[1] Οι Αυστροούγγροι πίεζαν τους Σέρβους, ελπίζοντας να καταλάβουν τη σιδηροδρομική γραμμή Ομπρένοβατς–Βάλιεβο. Ακολούθησαν συγκρούσεις και ο σερβικός στρατός κατάφερε για λίγο να ανακόψει τους Αυστροούγγρους. Γρήγορα έγινε σαφές στον Πούτνικ ότι είχε υποτιμήσει τους Αυστροούγγρους, οι οποίοι κατάφεραν να οδηγήσουν το βαρύ πυροβολικό τους μέσα από τους λασπώδεις δρόμους της Σερβίας. Από εκεί άρχισαν να στοχεύουν τον σερβικό στρατό, ο οποίος υπέστη σοβαρά θύματα. Το ηθικό των Σέρβων έπεσε κατακόρυφα, αφού είχαν ήδη αποθαρρυνθεί σημαντικά μέσα στο κρύο από την έλλειψη ρούχων και πυρομαχικών και ήταν εξαντλημένοι από τη διαδρομή προς το εσωτερικό της Σερβίας. Ο Πότενικ συνειδητοποίησε ότι οι δυνάμεις του θα έπρεπε να ανασυγκροτηθούν εάν επρόκειτο να κάνουν αποτελεσματική αντίσταση. Διέταξε να εγκαταλειφθεί το Βαλίεβο και να λάβει θέσεις ο σερβικός στρατός στον Κολουμπάρα.[1] Η κάθοδος προς τον ποταμό ήταν μακρά και βασανιστική, με τους Σέρβους να αναγκάζονται να καταστρέψουν όλες τις γέφυρες και τις τηλεφωνικές γραμμές για να μην πέσουν στα χέρια της Αυστροουγγαρίας. Ο σερβικός στρατός εγκατέλειψε επίσης το μεγαλύτερο μέρος του βαρέος εξοπλισμού του για να επιταχύνει την κάθοδο.[1] Βλέποντας ότι η κατάσταση ήταν κρίσιμη και ότι οι σερβικές δυνάμεις δεν είχαν πυροβολικό, πυρομαχικά και προμήθειες, ο Pašić ζήτησε τη βοήθεια της Τριπλής Συνεννόησης. Τηλεγράφησε στους απεσταλμένους του στο εξωτερικό, το εξής: "Απαιτείται επείγουσα βοήθεια. Ζητήστε και παρακαλέστε".[9] Η Γαλλία παρείχε στους Σέρβους πυρομαχικά και εφόδια. Εκπρόσωποι της Ρωσίας και του Ηνωμένου Βασιλείου "εξέφρασαν κατανόηση", χωρίς όμως να δώσουν όπλα και πυρομαχικά.[9]

Οι Αυστροούγγροι εισήλθαν στο Βάλιεβο στις 15 Νοεμβρίου, προκαλώντας έντονους δημόσιους πανηγυρισμούς στη Βιέννη.[1] Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ επαίνεσε τον Ποτιόρεκ για την κατάληψη της πόλης. Πόλεις σε ολόκληρη την αυτοκρατορία ονόμασαν τον Ποτιόρκ επίτιμο πολίτη και το Σεράγεβο έδωσε το όνομά του σε έναν δρόμο της πόλης.[10] Η σύλληψη του Valjevo οδήγησε τους Αυστροούγγρους να πιστέψουν ότι σύντομα θα νικούσαν τη Σερβία. Αν και οι Αυστροούγγροι διακίως υπέθεταν ότι ο σερβικός στρατός είχε εξαντληθεί, οι αμυντικές του θέσεις κατά μήκος του Κολουμπάρα είχαν προετοιμαστεί μήνες νωρίτερα.[1] Οι προσεκτικά χρονομετρημένες αποσύρσεις του Πότενικ είχαν εξασφαλίσει ότι οι απώλειες του σερβικού στρατού θα ήταν ελαφρύτερες από ό,τι αν είχε μείνει να πολεμήσει με τους Αυστροούγγρους. Επιπλέον, η γεωγραφία της βορειοδυτικής Σερβίας ευνοούσε τις αμυντικές επιχειρήσεις, καθώς οι προσεγγίσεις προς τον Κολουμπάρα δεν προσέφεραν κάλυψη σε στρατούς που εισέβαλλαν από την κατεύθυνση της Αυστροουγγαρίας και ο ίδιος ο ποταμός περιβαλλόταν από ορεινό έδαφος. Τον Οκτώβριο, οι Σέρβοι είχαν οχυρώσει τις οροσειρές Jeljak και Maljen εν αναμονή αυστροουγγρικής επίθεσης. Αυτό τους έδωσε πλεονέκτημα έναντι των Αυστροούγγρων καθώς τους έδινε τον έλεγχο όλων των διόδων προς το Kragujevac. Οι Σέρβοι δημιούργησαν επίσης μια σειρά οχυρώσεων που πλόκαραν την προσέγγιση της Νις.[1] Η εκτεταμένη σειρά οχυρώσεων και η δυσκολία του εδάφους που αντιμετώπισαν άφησαν τους Αυστροούγγρους χωρίς άλλη επιλογή από το να διεξάγουν επιχειρήσεις στην εξαντλητική σερβική ύπαιθρο σχεδόν χωρίς καμία γραμμή επικοινωνίας.[1]


Μάχη

16–26 Νοεμβρίου

Ο ποταμός Κολουμπάρα στο Βάλιεβο.
Ο λόφος Vrače brdo, κοντά στις όχθες του ποταμού Κολουμπάρα, όπου ο σερβικός στρατός εδραιώθηκε στη μάχη του Κολουμπάρα τον Νοέμβριο του 1914.

Οι Αυστροούγγροι έφτασαν στον Κολουμπάρα στις 16 Νοεμβρίου και ξεκίνησαν επίθεση εναντίον των εκεί σερβικών αμυντικών θέσεων την επόμενη μέρα. Οι Σέρβοι κατάφεραν να αναγκάσουν τους Αυστροούγγρους να επιστρέψουν και, κατά τη διάρκεια των επόμενων πέντε ημερών, οι δύο στρατοί διεξήγαγαν μια σειρά από μάχες υπό ισχυρές βροχές και χιονοπτώσεις. Και οι δύο πλευρές υπέστησαν βαριές απώλειες, με μεγάλο αριθμό στρατιωτών να υποφέρουν από κρυοπαγήματα και υποθερμία.[1]

Η αυστροουγγρική επίθεση ξεκίνησε στο Λαζάρεβατς, μια στρατηγικής σημασίας πόλη ακριβώς στα νότια του Βελιγραδίου, της οποίας η κατάκτηση θα τους έδινε πρόσβαση στη σιδηροδρομική γραμμή του Mladenovac, ανοίγοντας τον δρόμο προς το Βελιγράδι. Νοτιότερα, οι Αυστροούγγροι επιτέθηκαν στην 1η σερβικό στρατιά. Στη διάρκεια αυτής της επίθεσης, αντιμετώπισαν αποφασιστική σερβική αντίσταση που τους εμπόδισε να κερδίσουν έδαφος. Ο στρατιωτικός ιστορικός Ντέιβιντ Τζόρνταν σημειώνει ότι αν οι Αυστροούγγροι είχαν επιτεθεί χωρίζοντας την 1ο στρατιά από τη στρατιά του Ούζιτσε, ίσως είχαν καταφέρει να αποκτήσουν ένα ανεμπόδιστο πέρασμα στον ποταμό Μοράβα.[1]

Τη νύχτα της 18ης Νοεμβρίου, οι Αυστροούγγροι έλαβαν θέσεις για να πραγματοποιήσουν μια ακόμη επίθεση, η οποία ξεκίνησε το επόμενο πρωί.[1] Κύριος στόχος των Αυστροούγγρων ήταν να διασπάσουν την άμυνα της 2ης σερβικής στρατιάς, συγκεντρωμένος κυρίως γύρω από το Λαζάρεβατς, ενώ ταυτόχρονα θα επιτίθετο σε σερβικές θέσεις γύρω από τα χωριά του Čovka και Vrače Brdo που απειλούσαν την αυστροουγγρική πλευρά.[1] Οι Αυστροούγγροι προέλασαν στο Vrače Brdo το απόγευμα της 19ης Νοεμβρίου. Η 1η σερβική στρατιά αναγκάστηκε να υποχωρήσει την επόμενη μέρα, δίνοντας στους Αυστροούγγρους τη δυνατότητα να προχωρήσουν. Ο Ποτιόρεκ Ποτιόρεκ πίστευε ότι ο Putnik πιθανόν να προσπαθούσε να δελεάσει τους Αυστροούγγρους να εισχωρήσουν βαθύτερα στη Σερβία με σκοπό να τους περικυκλώσει και στη συνέχεια να τους επιτεθεί πλευρικά, αλλά έκρινε σωστά ότι ο σερβικός στρατός δεν ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει μια τέτοια επίθεση.[1]

Οι Αυστροούγγροι έκαναν νέα επίθεση εναντίον της 1ης στρατιάς στις 21 Νοεμβρίου, αναγκάζοντας τους Σέρβους να επιστρέψουν μετά από μια σειρά από βάναυσες μάχες. Οι Αυστροούγγροι προχώρησαν στη συνέχεια προς το όρος Maljen, με στόχο να οδηγήσουν εκεί την 1η σερβική στρατιά. Οι Σέρβοι αποχώρησαν από το βουνό μετά από τρεις ημέρες σκληρής μάχης. Ο Ποτιόρεκ αποφάσισε να μη συνεχίσει, επιτρέποντάς τους να κάνουν τακτική υποχώρηση. Οι Αυστροούγγροι υπέστησαν βαριές απώλειες και η ένταση των συγκρούσεων τους έκανε να χάσουν τη συνοχή τους. Καθώς προχωρούσαν βαθύτερα στη Σερβία, το έδαφος γινόταν όλο και πιο δύσκολο και εξάντλησε τους ήδη κουρασμένους Αυστροοούγγρους στρατιώτες. Καθώς η 1η σερβική στρατιά αποσυρόταν, η 2η και η 3η στρατιά αντιστέκονταν έντονα στην αυστροουγγρική προέλαση.[1] Αυτό οδήγησε τον Ποτιόρεκ να ενισχύσει τις θέσεις του γύρω από το Λαζάρεβατς με στόχο να το κατακτήσει. Οι αυστροουγγρικές προελάσεις έπεισαν τον Ποτιόρεκ ότι ο στρατός του είχε το πάνω χέρι. Ως αποτέλεσμα, η μάχη στα περίχωρα του Λαζάρεβατς εντάθηκε και πάλι και ο σερβικός στρατός κατάφερε να αποκρούσει κάθε αυστροουγγρική επίθεση παρά την έλλειψη πυρομαχικών. Οι Σέρβοι άρχισαν να εξαντλούνται και ο Στεπανόβιτς ζήτησε από την Ανώτατη Σερβική Διοίκηση να γυρίσει πίσω το πυροβολικό της 2ης στρατιάς, καθώς ένιωθε ότι η αποτυχία του να συμβάλει στην άμυνα του Λαζάρεβατς απογοήτευε τα στρατεύματά του και έπληττε το ηθικό τους. Ο Πότενικ ανέθεσε στον Στεπανόβιτς να κρατήσει το πυροβολικό της 2ης στρατιάς στο μέτωπο. Ο Στεπανόβιτς ήταν δύσπιστος, αλλά κράτησε το πυροβολικό στην πρώτη γραμμή ακολουθώντας τις εντολές.[1]

Έως τις 24 Νοεμβρίου, ο Ποτιόρεκ προέβλεπε την ήττα της Σερβίας εντός ολίγων ημερών και όρισε τον Stjepan Sarkotić ως κυβερνήτη της χώρας μετά την κατάληψή της.[10] Οι Αυστροοούγγροι κέρδισαν περαιτέρω εδάφη στις 25 Νοεμβρίου, βομβαρδίζοντας ανελέητα τον σερβικό στρατό. Στις 26 Νοεμβρίου, προσπάθησαν να διασχίσουν τον Κολουμπάρα στη διασταύρωσή του με τον ποταμό Σάβο και το κατάφεραν με την πρώτη επίθεση. Οι Σέρβοι αντεπιτέθηκαν άμεσα και ανάγκασαν τους εισβολείς να οπισθοχωρήσουν, προκαλώντας 50 τοις εκατό θύματα στους Αυστροούγγρους και ανακόπτοντας την επίθεσή τους. Στις 27 Νοεμβρίου, ο σερβικός στρατός επιτέθηκε στο Čovka και το Vrače Brdo και κατάφερε να εκδιώξει τους Αυστροούγγρους.[1]

Πτώση του Βελιγραδίου

Σέρβοι στρατιώτες στο νησί Ada Ciganlija, στο Βελιγράδι

Παρόλο που ο σερβικός στρατός αντιστεκόταν σθεναρά και κατάφερε σοβαρά πλήγματα στους Αυστροούγγρους, ο Πότενικ άρχισε να σκέφτεται μια ακόμη τακτική υποχώρηση, κατά την οποία θα έπρεπε να εκκενωθεί το Βελιγράδι. Τη νύχτα της 26-27 Νοεμβρίου, η 6η στρατιά της Αυστροουγγαρίας επιτέθηκε ολομέτωπα και προελαύνοντας βαθύτερα στο εσωτερικό της Σερβίας.[1]

Υπερασπίζοντας ένα εκτεταμένο μέτωπο, η Ανώτατη Σερβική Διοίκηση αποφάσισε να εγκαταλείψει το Βελιγράδι. Η πόλη εκκενώθηκε στις 29/30 Νοεμβρίου. Οι Αυστροούγγροι εισήλθαν στην πόλη την 1η Δεκεμβρίου, προκαλώντας ακόμη περισσότερους πανηγυρισμούς στη Βιέννη.[1] Ο σερβικός λαός αποσύρθηκε μαζί με τον στρατό του και πολλοί υποχώρησαν στη Νις. Ο Albin Kutschbach, Γερμανός πράκτορας στη Νις, αναφέρει: "Οι περισσότεροι πρόσφυγες φθάνουν την ημέρα και, παρά την αποστολή πολλών ανθρώπων στο νότο, σίγουρα υπάρχουν ακόμα εδώ 60.000 άνθρωποι". Η Γερμανία ανταποκρίθηκε με χαρά στην κατάληψη του Βελιγραδίου και έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα στην αυστροουγγρική ηγεσία. Οι Αυστροούγγροι συμπέραναν ότι ο πόλεμός τους με τη Σερβία θα τελείωνε σύντομα και άρχισαν να προετοιμάζονται για την κατάληψη της χώρας.[9] Στις 2 Δεκεμβρίου, κατά την 66η επέτειο από την άνοδο του Φραγκίσκου Ιωσήφ στον θρόνο, ο Ποτιόρεκ έγραψε ότι «θέτει την πόλη και το φρούριο το Βελιγραδίου στη διάθεση της Αυτού Μεγαλειότητας».[10]

Σερβική αντεπίθεση

Γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρο τόσο στον Ποτιόρεκ όσο και στον Putnik ότι οι αυστροουγγρικές γραμμές εφοδιασμού ήταν υπερβολικά εκτεταμένες. Έτσι, την 1η Δεκεμβρίου, ο Ποτιόρεκ Ποτιόρεκ διέταξε την 6η στρατιά της Αυστροουγγαρίας να σταματήσει και να περιμένει την 5η στρατιά να προασπίσει τις γραμμές εφοδιασμού του ανατολικά του σιδηροδρομικού σταθμού του Βάλιεβο. Ο Mišić εκμεταλλεύτηκε αυτήν τη σύντομη ανάπαυλα αποσύροντας την 1η σερβική στρατιά 19 χλμ. μακριά από την πρώτη γραμμή[12] εξασφαλίζοντας στους στρατιώτες του την ευκαιρία να ξεκουραστούν.[1] Στη συνέχεια, ο σερβικός στρατός μαζεύτηκε γύρω από το όρος Ρούντνικ, όπου έλαβε προμήθειες από τους συμμάχους του μέσω της σιδηροδρομικής γραμμής Νις–Θεσσαλονίκης. Η εμπιστοσύνη του Putnik στην ικανότητα του στρατού του για αντεπίθεση αποκαταστάθηκε.[1]

Στις 2 Δεκεμβρίου, διέταξε τις δυνάμεις του να επιτεθούν στους Αυστροούγγρους ολομέτωπα και ενημέρωσε τους αξιωματικούς του ότι η επίθεση είχε σκοπό να ανυψώσει το σερβικό ηθικό.[1] Αποφασισμένος να παίξει τον ρόλο του, ο ηλικιωμένος Σέρβος βασιλιάς Πέτρος Α', πήρε το τουφέκι και συνόδευσε τα στρατεύματά του στο μέτωπο.[1] Η επίθεση της Σερβίας αιφνιδίασε τους Αυστροούγγρους αφού, τη στιγμή που ξεκίνησε, εκείνοι πραγματοποιούσαν μεγάλη στρατιωτική παρέλαση στους δρόμους του Βελιγραδίου.[9] Οι Αυστροούγγροι βρέθηκαν να υπερασπίζονται ένα εκτεταμένο μέτωπο. Ο Ποτιόρεκ ήξερε ότι θα μπορούσε να αποφύγει μια σοβαρή αναστροφή στο πεδίο της μάχης εμποδίζοντας τον σερβικό στρατό να φτάσει στην κοίτη των ποταμών Κολουμπάρα και Μοράβα, αλλά οι Σέρβοι είχαν αυτοπεποίθηση. Ανακάλυψαν ότι οι Αυστροούγγροι δεν είχαν προετοιμαστεί επαρκώς για μια σερβική αντεπίθεση, καθώς το πυροβολικό τους ήταν πολύ πίσω από την πρώτη γραμμή. Αυτό σήμαινε ότι οι Αυστροούγγροι δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα βαριά όπλα τους για να διαλύσουν κάποια σερβική προέλαση. Αφού ξεκουράστηκαν και ανεφοδιάστηκαν, οι Σέρβοι άρχισαν να προελαύνουν προς το Βελιγράδι. Μέχρι το βράδυ της 2ης Δεκεμβρίου, η 1η σερβική στρατιά είχε προχωρήσει αρκετά χιλιόμετρα πέρα από τις αυστροουγγρικές γραμμές, παίρνοντας μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων και καταφέροντας σοβαρά πλήγματα στους Αυστροούγγρους. Η 2η και η 3η στρατιά κατέλαβαν μια σειρά από σημαντικές θέσεις, ενώ η στρατιά του Ούζιτσε αντιμετώπισε έντονη αντίσταση, αλλά τελικά μπόρεσε να απωθήσει τους Αυστροούγγρους.[1]

Η αρχική επιτυχία της επίθεσης συνέβαλε στην ανύψωση του ηθικού των σερβικών στρατευμάτων, όπως ήθελε ο Πότενικ. Σημαντικά εξασθενημένοι, οι Αυστροούγγροι δεν είχαν χρόνο να ανακάμψουν πριν από την επανάληψη της επίθεσης το επόμενο πρωί και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μέχρι το τέλος της ημέρας.[1] Στις 6 Δεκεμβρίου, ο Βρετανός πρέσβης στη Σερβία ενημέρωσε τη βρετανική κυβέρνηση ότι η επίθεση της Σερβίας «προχωρούσε με εξαιρετικό τρόπο».[9] Οι Αυστροούγγροι εξαναγκάστηκαν σε πλήρη υποχώρηση, εγκαταλείποντας τα όπλα και τον εξοπλισμό τους καθώς έφευγαν.[1] Εντωμεταξύ, οι Αυστροούγγροι προσπαθούσαν να ανακτήσουν τον έλεγχο γύρω από το Βελιγράδι. Στις 7 Δεκεμβρίου, επιτέθηκαν στον σερβικό στρατό στα περίχωρα της πόλης.[1]

Στις 8 Δεκεμβρίου, οι Αυστροούγγροι οπισθοχώρησαν στο Ούζιτσε και το Βάλιεβο. Οι Σέρβοι ανέμεναν ότι οι αντίπαλοί τους θα εδραιώνονταν και θα προσπαθούσαν να εμποδίσουν την προέλαση του σερβικού στρατού, αλλά οι Αυστροούγγροι δεν είχαν κατασκευάσει αμυντικά δίκτυα και, ως εκ τούτου, δεν ήταν σε θέση να εμποδίσουν τη σερβική επίθεση. Οι Σέρβοι εκμεταλλεύτηκαν αυτήν την αδυναμία περικυκλώνοντας τους Αυστροούγγρους, έχοντας οι ίδιοι ελάχιστες απώλειες.[1] Στη συνέχεια, η 3η σερβική στρατιά εισέβαλε στο Βαλίεβο.[12] Στη Νις, ο πρέσβης της Βουλγαρίας στη Σερβία ανέφερε: "Απίστευτες ειδήσεις από το πεδίο της μάχης, βάλσαμο για τα αυτιά των Σέρβων, κυκλοφορούν από σήμερα το πρωί". Έγραψε ότι, τις τρεις έως τέσσερις προηγούμενες ημέρες, ο σερβικός στρατός είχε αιχμαλωτίσει έναν Αυστροούγγρο στρατηγό, 49 αξιωματικούς και περισσότερους από 20.000 στρατιώτες, καθώς και 40 κανόνια και "τεράστιες ποσότητες πολεμοφοδίων".[9] Μέχρι τις 9 Δεκεμβρίου, η αντεπίθεση της Αυστροουγγαρίας γύρω από το Βελιγράδι έχασε την ορμή της και οι Αυστροούγγροι άρχισαν να υποχωρούν προς το κέντρο της πόλης.[1] Ένας Αυστροούγγρος στρατιώτης έγραψε: "Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι οι Σέρβοι θα μας ακολουθούσαν, αφού είχαμε νικήσει πρόσφατα".[9] Στις 10 Δεκεμβρίου, ο σερβικός στρατός κατέλαβε τις νοτιότερες περιοχές του ποταμού Δρίνου, αναγκάζοντας την πλειονότητα των επιζώντων Αυστροούγγρων να απομακρυνθούν από τον ποταμό.[1] Δεν σταμάτησαν μέχρι να διασχίσουν τον Σάβο και τον Δούναβη και να μπουν στο Βανάτο. Πολύ λίγοι Αυστροούγγροι στρατιώτες επέστρεψαν στη Βοσνία.[9]

Στις 13 Δεκεμβρίου, ο φον Φρανκ πληροφόρησε τον Ποτιόρεκ ότι θεωρούσε αδύνατη την παραμονή των οι αυστροουγγρικών δυνάμεων στο Βελιγράδι για πολύ ακόμη. Ως εκ τούτου, ο Ποτιόρεκ διέταξε να αποσυρθούν οι Αυστροουγγρικές δυνάμεις της πόλης Οι Αυστροούγγροι έφυγαν από το Βελιγράδι στις 14 και 15 Δεκεμβρίου και υποχώρησαν επιστρέφοντας στην Αυστροουγγαρία. Ο σερβικός στρατός επανήλθε στο Βελιγράδι στις 15 Δεκεμβρίου ανακτώντας τον πλήρη έλεγχο της πόλης μέχρι το τέλος της επόμενης ημέρας.[1]

Συνέπειες

Η μάχη τελείωσε με αποφασιστική νίκη της Σερβίας.[13] Μια οδηγία που εκδόθηκε από την Ανώτατη Σερβική Διοίκηση στις 16 Δεκεμβρίου ανέφερε: "Η ανάκτηση του Βελιγραδίου σηματοδοτεί το επιτυχημένο τέλος μιας μεγάλης και λαμπρής περιόδου στις επιχειρήσεις μας".[9] Ο Franz Conrad von Hötzendorf, επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου Στρατού της Αυστροουγγαρίας, απέδωσε την ήττα στον σερβικό "κεραυνό του νότου". Η μάχη δεν πέτυχε κανέναν από τους στόχους Αυστροουγγαρίας: απέτυχε να απομακρύνει τη Σερβία από τον πόλεμο, να παρακινήσει τη Βουλγαρία να ενταχθεί στις Κεντρικές Δυνάμεις και να πείσει τη Ρουμανία να παραμείνει ουδέτερη. Αυστροούγγροι ιστορικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ήττα από τη Σερβία επέφερε «σοβαρή μείωση του κύρους και της αυτοπεποίθησης της Διπλής Μοναρχίας».[10] Η μάχη, όπως και η μάχη του Τσερ προηγουμένως, έφερε τη Σερβία στο επίκεντρο της προσοχής και πολλοί ξένοι επισκέφθηκαν τη χώρα στα τέλη του 1914, για να προσφέρουν πολιτική και ανθρωπιστική βοήθεια ή για να πολεμήσουν μαζί με τον σερβικό στρατό.[9]

Οι Αυστροούγγροι είχαν περίπου 225.000 απώλειες, εκ των οποίων 30.000 νεκροί, 173.000 τραυματίες και 70.000 αιχμάλωτοι.[10] Ανέφεραν ότι 200 αξιωματικοί τους αιχμαλωτίστηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης και κατασχέθηκαν περισσότερα από 130 κανόνια, 70 βαριά πολυβόλα και μεγάλη ποσότητα πολεμοδοφίων.[9] Οι Σέρβοι υπέστησαν επίσης σοβαρές απώλειες, με 22.000 νεκρούς, 91.000 τραυματίες και 19.000 αγνοούμενους ή αιχμαλώτους.[10] Ο δυτικός τύπος συγκλονίστηκε με το μέγεθος των φρικαλεοτήτων που διαπράχθηκαν από τα αυστροουγγρικά στρατεύματα εναντίον Σέρβων πολιτών, μεταξύ των οποίων και γυναικόπαιδα. Ο Ουίλιαμ Σέπαρντ του πρακτορίου United Press επιβεβαίωσε ως αυτόπτης μάρτυρας ότι τουλάχιστον δεκαοκτώ πόλεις είχαν εγκαταλειφθεί πλήρως και ολόκληρη η βορειοδυτική Σερβία είχε σχεδόν ερημωθεί.[14]

Ο Mišić προήχθη στη θέση του βοεβόδα για την επίδοσή του κατά τη διάρκεια της μάχης.[9] Ο Ποτιόρεκ, από την άλλη πλευρά, απαλλάχθηκε από τα διοικητικά του καθήκοντα στις 22 Δεκεμβρίου για "αυτήν την επαίσχυντη και ντροπιαστική ήττα".[10] Αντικαταστάθηκε από τον Αρχιδούκα Ευγένιο της Αυστρίας. Ο φον Φρανκ αποστρατεύθηκε ως διοικητής της 5ης στρατιάς και αντικαταστάθηκε από τον Karl Tersztyánszky von Nádas, ο οποίος είχε διοικήσει το 4ο σώμα στη Μάχη του Τσερ. Η 5η και η 6η στρατιά συγχωνεύτηκαν σε μία μόνο 5η στρατιά αποτελούμενη από 95.000 άνδρες.[10]

Το μυθιστόρημα του Ντόμπριτσα Τσόσιτς Η εποχή του θανάτου εκτυλίσσσεται γύρω από τη μάχη.[15] Το 1983, διασκευάστηκε ως θεατρική παράσταση με τίτλο Η μάχη του Κολουμπάρα.[15]

Παραπομπές

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 1,12 1,13 1,14 1,15 1,16 1,17 1,18 1,19 1,20 1,21 1,22 1,23 1,24 1,25 1,26 1,27 1,28 1,29 1,30 1,31 1,32 1,33 Jordan, David (2008). The Balkans, Italy & Africa 1914–1918: From Sarajevo to the Piave and Lake Tanganyika. London: Amber Books. ISBN 978-1-906626-14-3.
  2. Pavlowitch, Stevan K. (2002). Serbia: The History of an Idea. New York: New York University Press. ISBN 978-0-8147-6708-5.
  3. 3,0 3,1 Strachan, Hew (2001). The First World War: To Arms. 1. Oxford: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-820877-8.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 Jordan, David (2008). The Balkans, Italy & Africa 1914–1918: From Sarajevo to the Piave and Lake Tanganyika. London: Amber Books. ISBN 978-1-906626-14-3.
  5. Glenny, Misha (2012). The Balkans: 1804–2012. London: Granta Books. ISBN 978-1-77089-273-6.
  6. 6,0 6,1 Pavlowitch, Stevan K. (2002). Serbia: The History of an Idea. New York: New York University Press. ISBN 978-0-8147-6708-5.
  7. «Ραντομίρ Πούτνικ». Google Arts & Culture. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Μαΐου 2021. Ανακτήθηκε στις 7 Μαΐου 2021. 
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 8,5 8,6 Wawro, Geoffrey (2014). A Mad Catastrophe: The Outbreak of World War I and the Collapse of the Habsburg Empire. New York: Basic Books. ISBN 978-0-465-02835-1.
  9. 9,00 9,01 9,02 9,03 9,04 9,05 9,06 9,07 9,08 9,09 9,10 9,11 9,12 9,13 9,14 Mitrović, Andrej (2007). Serbia's great war, 1914-1918. West Lafayette, Ind.: Purdue University Press. ISBN 978-1-55753-476-7. 85018421. 
  10. 10,00 10,01 10,02 10,03 10,04 10,05 10,06 10,07 10,08 10,09 Herwig, Holger H. (2014). The First World War : Germany and Austria-Hungary 1914-1918. London, England. ISBN 978-1-4725-0885-0. 874146622. 
  11. Marshall Cavendish Corporation (2002). History of World War I. New York: Marshall Cavendish. ISBN 0-7614-7231-2. 45861997. 
  12. 12,0 12,1 12,2 Shrader, Charles R. (2005). "Battle of Kolubara". In Tucker, Spencer (ed.). The Encyclopedia of World War I: A Political, Social, and Military History. Santa Barbara, California: ABC-CLIO. ISBN 978-1-85109-420-2.
  13. Judah, Tim (2000). The Serbs: History, Myth and the Destruction of Yugoslavia (2nd ed.). New Haven, Connecticut: Yale University Press. ISBN 978-0-300-08507-5.
  14. Batakovic, Dusan (2005). «A Balkan-style French revolution?: The 1804 Serbian Uprising in European perspective». Balcanica (36): 113–128. doi:10.2298/balc0536113b. ISSN 0350-7653. http://dx.doi.org/10.2298/balc0536113b. 
  15. 15,0 15,1 Wachtel, Andrew (1998). Making a nation, breaking a nation : literature and cultural politics in Yugoslavia. Stanford, CA: Stanford University Press. ISBN 0-8047-3180-2. 38566085. 

Πηγές

Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Battle of Kolubara στο Wikimedia Commons