Μπαμπρούισκ

Συντεταγμένες: 53°09′N 29°14′E / 53.150°N 29.233°E / 53.150; 29.233

Μπαμπρούισκ

Σημαία

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Μπαμπρούισκ
53°9′0″N 29°14′0″E
ΧώραΛευκορωσία
Διοικητική υπαγωγήΒόμπλαστ του Μογκίλεφ
Διοίκηση
 • Δήμαρχοςd:Q30880315 (2017–2022) και Ihar Kisel (από 2022)
Έκταση96,4 km²
Υψόμετρο157 μέτρα
Πληθυσμός208.611 (1  Ιανουαρίου 2023)[1]
Ταχ. κωδ.213801–213830
Τηλ. κωδ.225
Ζώνη ώραςUTC+03:00
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Μπαμπρούισκ ή Μπομπρούισκ (λευκορωσικά: Бабру́йск, ρωσικά: Бобру́йск, πολωνικά: Bobrujsk) είναι πόλη στην περιφέρεια Μογκίλεβ, στην ανατολική Λευκορωσία. Σύμφωνα με την απογραφή του 2009, έχει 215.092 κατοίκους.[2] Η πόλη είναι κτισμένη στις όχθες του ποταμού Μπερεζίνα, παραποτάμου του Δνείπερου. Το όνομα της πόλης (όπως και του ποταμού Μπαμπρούισκα) πιθανότατα προέρχεται από τη λευκορωσική λέξη μπαμπιόρ (бобёр), η οποία σημαίνει κάστορας, οι οποίοι κάποτε ζούσαν στον Μπερεζίνα, μέχρι που εξαφανίστηκαν λόγω του κυνηγιού.[3]

Ιστορία

Η πρώτη αναφορά στο Μπαμπρούισκ γίνεται στα μέσα του 14ου αιώνα, όταν η περιοχή κατακτήθηκε από τον Γκεντιμίνας. To 1502, οι Τάταροι επέδραμαν στη πόλη. Η πόλη αναπτύχθηκε σε εμπορικό σταθμό και αναφέρεται στις πόλεις στα σύνορα Πολωνίας-Ρωσίας όπου υπήρχαν τελωνεία. Υπάρχουν στοιχεία αγοράς ενώ κάθε χρόνο στη πόλη διοργανωνόταν πανηγύρι. Στις αρχές του 17ου αιώνα, το Μπομπρούισκ είχε ήδη αναπτυχθεί σε σημαντική πόλη στο Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας, προστατευμένη από κάστρο του 14ου αιώνα, έδρα της τοπικής κυβέρνησης και είχε πληθυσμό περίπου 2.000 κατοίκων. Η πόλη ήταν ανάμεσα στις πρώτες οι οποίες συμμετείχαν στην επανάσταση των Κοζάκων της Ουκρανίας το 1648, λόγω της κοινής γλώσσας και θρησκείας. Το 1649, οι Πολωνοί πολιόρκησαν ανεπιτυχώς την πόλη, αλλά μετά από ενισχύσεις, ο πολωνικός στρατός κατέλαβε την πόλη τις 21 Φεβρουαρίου 1649, και στον πόλεμο που ακολούθησε με τη Ρωσία, ο πολωνικός στρατός της σταθμευμένος στην πόλη. Το 1655 οι Ρώσοι κατέλαβαν και κατέστρεψαν το Μπομπρούισκ. Η περιοχή στη συνέχεια γνώρισε την παρακμή. Μετά το δεύτερο διαμελισμό της Πολωνίας, το 1793, το Μπομπρούισκ έγινε τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.[3]

Το οχυρό του Μπομπρούισκ το 1811

To 1810, αποφασίστηκε στην πόλη να κατασκευαστεί ένα νέο οχυρό, ένα από τα μεγαλύτερα στα δυτικά σύνορα της Ρωσίας, με έκταση 120 εκτάρια. Οι εργασίες άρχισαν τις 4 Ιουνίου 1810. Κατά τη διάρκεια της γαλλικής εισβολής στη Ρωσία το 1812, το οχυρό άντεξε τις επιθέσεις για 4 μήνες.[4] Μετά τον πόλεμο, το κάστρο ανακατασκευάστηκε. Πέρα από το οχυρό, στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης βοήθησε και η θέση της πάνω σε εμπορικές οδούς και η μεταφορά ξυλείας από τα δάση της περιοχής μέσω του ποταμού προς τα νότια. Πέρα από το εμπορείο, αναπτύχθηκε και η βιομηχανία ξύλου. To 1873 εγκαινιάστηκε σιδηροδρομική γραμμή η οποία συνέδεε τη βόρεια Ουκρανία με το λιμάνι της Λιέπαγια στη Βαλτική, περνώντας μέσα από το Μπομπρούισκ. Η πόλη, με ξύλινα σπίτια, συχνά καταστρεφόταν από πυρκαγιές, όπως το 1854, το 1881 και το 1902, όταν καταστράφηκε μεγάλο μέρος της πόλης.[5] Επίσης, υπήρχε σταθερή αύξηση του πληθυσμού των Εβραίων του Μπαμπρούισκ μετά τους Ναπολεόντιους πολέμους. Το 1897, ο πληθυσμός της πόλης ήταν 34,336, από τους οποίους 5.572 ήταν στρατιωτικό προσωπικό και οι οικογένειές του, ενώ οι Εβραίοι αποτελούσαν την πλειονότητα των κατοίκων της πόλης, αριθμώντας 20.759 μέλη (περίπου το 60% των κατοίκων της πόλης).[5][6]

Προς το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, από τις 2 Φεβρουαρίου μέχρι τις 11 Μαρτίου 1918, στη μάχη του Μπομπρούισκ, οι Πολωνοί νίκησαν τους Ρώσους, αλλά μετά την πόλη κατέλαβαν οι Γερμανοί. Η πόλη μετά πέρασε στην κατοχή των Σοβιετικών και το 1919 την πόλη κατέλαβαν οι Πολωνοί. Εν τέλει, το 1920, η πόλη πέρασε στην κατοχή των Σοβιετικών.[7] Τον Ιούλιο του 1941 η πόλη κατελήφθη από τους Ναζί και μετατράπηκε σε στρατιωτική βάση. Περίπου 20.000 Εβραίοι του Μπαμπρούισκ δολοφονήθηκαν και τάφηκαν σε μαζικούς τάφους.[8] Το οχυρό μετατράπηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου σκοτώθηκαν περίπου 40.000 στρατιώτες και 40.000 πολίτες.[4] Οι Σοβιετικοί ανέκτησαν την πόλη τον Ιούνιο του 1944.[8] Η πόλη μετά τον πόλεμο συνέχισε την ανάπτυξή της και το 1959 είχε 96.000 κατοίκους.

Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η πόλη βρέθηκε στη Λευκορωσία.

Αξιοθέατα

Τμήμα του οχυρού του Μπαμπρούισκ

Στα αξιοθέατα της πόλης περιλαμβάνονται:[4]

  • Το οχυρό του Μπαμπρούισκ. Κατασκευάστηκε το 1810 στη θέση παλαιότερων οχυρώσεων οι οποίες χρονολογούνταν από τον 14ο αιώνα. Είναι μία από τις καλύτερα διατηρημένες οχυρώσεις τον πρώτου μισού του 19ου αιώνα.
  • Η λευκή εκκλησία (Άγιος Γεώργιος), κοντά στο οχυρό.
  • Ο καθεδρικός του Αγίου Νικολάου.
  • Το μνημείο στον κάστορα, σύμβολο της πόλης.

Αδελφοποιημένες πόλεις

Το Μπαμπρούισκ έχει αδελφοποιηθεί με τις εξής πόλεις:

Παραπομπές

  1. «Численность населения на 1 января 2023 г. и среднегодовая численность населения за 2022 год по Республике Беларусь в разрезе областей, районов, городов, поселков городского типа». (Ρωσικά) The population as of January 1, 2023 and the average annual population for 2022 in the Republic of Belarus by regions, districts, cities and urban-type settlements. National Statistical Committee of the Republic of Belarus. 28  Μαρτίου 2023.
  2. «Численность населения областей и районов: Могилевская» (PDF) (στα Ρωσικά). Национальный статистический комитет Республики Беларусь. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 18 Σεπτεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 2012. 
  3. 3,0 3,1 Yehuda Slutsky. «The Kehila Bobruisk». Ανακτήθηκε στις 20 Μαΐου 2016. 
  4. 4,0 4,1 4,2 «Bobruisk Fortress». Επίσημη ιστοσελίδα της Λευκορωσίας. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Μαΐου 2016. Ανακτήθηκε στις 20 Μαΐου 2016. 
  5. 5,0 5,1 Yehuda Slutsky. «Bobruisk In the Nineteenth Century». Ανακτήθηκε στις 20 Μαΐου 2016. 
  6. Joshua D. Zimmerman, Poles, Jews, and the politics of nationality, Univ of Wisconsin Press, 2004, ISBN 0-299-19464-7, Google Print, p.16
  7. Yehuda Slutsky. «Wars, Revolutions, Citizen Battles». Ανακτήθηκε στις 20 Μαΐου 2016. 
  8. 8,0 8,1 «The Soviet Bobruisk». Yehuda Slutsky. Ανακτήθηκε στις 20 Μαΐου 2016. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι