Ωριγένης

Ωριγένης
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Ὠριγένης (Ελληνικά)
Γέννηση185[1][2][3] ή 184[4] ή 185[5]
Αλεξάνδρεια[4]
Θάνατος254[1][2][4] ή 254[5]
Καισάρεια η παράλιος ή Τύρος
Χώρα πολιτογράφησηςΑρχαία Ρώμη
ΘρησκείαΧριστιανισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςλατινική γλώσσα[6]
αρχαία ελληνικά[7]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταθεολόγος[5][8]
κληρικός
συγγραφέας[6][8][9]
μεταφραστής
φιλόσοφος[5][8]
Επηρεάστηκε απόΠλατωνισμός
Νεοπλατωνισμός
Γνωστικισμός
Ποινική κατάσταση
Κατηγορίες εγκλήματοςαίρεση
Οικογένεια
ΓονείςΛεωνίδης[4]
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Ωριγένης Αδαμάντιος, απεικόνιση σε Γαλλικό βιβλίο του 16ου αιώνα

Ο Ωριγένης, το πλήρες όνομά του ήταν Ωριγένης Αδαμάντιος, υπήρξε μια από τις σημαντικότερες μορφές των πρωτοχριστιανικών χρόνων. Γεννήθηκε πιθανώς στην Αλεξάνδρεια, περίπου το 185, και πέθανε στην Καισάρεια, περίπου το 251. Αναθεματίστηκε μετά τον θάνατό του ο ίδιος και οι ιδέες του από την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο το 553 μ.Χ.[10]

Βίος

Πρώτος δάσκαλός του ήταν ο πατέρας του Λεωνίδης. Το 202 στις διώξεις του Σεπτίμιου Σεβήρου ο πατέρας του Ωριγένη έγινε μάρτυρας του Χριστιανισμού. Ο θάνατος του Λεωνίδη άφησε πίσω του μια εννεαμελή οικογένεια σε κατάσταση ακραίας φτώχειας, πολύ περισσότερο μετά τη δήμευση της πατρικής περιουσίας. Ο Ωριγένης πέρασε στην προστασία μιας πλούσιας γυναίκας για σύντομο χρονικό διάστημα, την οποία εγκατέλειψε εξαιτίας του ότι στην οικογένειά της ανήκε κι ένας αιρετικός ονόματι Παύλος. Δεδομένου ότι η διδασκαλία του πατέρα του, του επέτρεπε να διδάσκει, αναβίωσε το 203 το κατηχητικό σχολείο, ο τελευταίος δάσκαλος του οποίου, ο Κλήμης, προφανώς είχε διωχθεί. Ωστόσο οι διώξεις συνεχίζονταν κι έτσι ο νέος δάσκαλος επισκεπτόταν ακατάπαυστα τους φυλακισμένους, παρευρισκόταν στα δικαστήρια και ανακούφιζε τους καταδικασμένους. Το γιατί ο ίδιος δε διώχθηκε, παραμένει άγνωστο.

Η φήμη του και ο αριθμός μαθητών του αυξήθηκαν γρήγορα, έτσι ώστε ο Δημήτριος, επίσκοπος της Αλεξάνδρειας, τον περιόρισε στην κατήχηση του χριστιανικού δόγματος και μόνο. Ο Ωριγένης, για να είναι εντελώς ανεξάρτητος, πούλησε τη βιβλιοθήκη του για ένα ποσό που του εξασφάλισε το καθημερινό εισόδημα των 4 οβολών, με τους οποίους έζησε την υπόλοιπη ζωή του. Διδάσκοντας στο μεγαλύτερο τμήμα της, αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας στη μελέτη της Βίβλου και έζησε μια ζωή άκαμπτου ασκητισμού. Η φλογερή τάση του για ασκητισμό τον έκανε να ακολουθήσει κυριολεκτικά την εντολή του Ιησού Χριστού «εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθαίος 19:12) και αυτοευνουχίστηκε. Σε τούτη την απόφαση ήταν εν μέρει επηρεασμένος, επίσης, από την πεποίθησή του ότι ο Χριστιανός πρέπει να ακολουθεί τα λόγια του Κυρίου του δίχως επιφυλάξεις. Ωστόσο αργότερα έκρινε διαφορετικά την ακραία πράξη του.

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Καρακάλλα, περίπου το 211-212, ο Ωριγένης έκανε μια σύντομη επίσκεψη στη Ρώμη, αλλά η σχετική χαλαρότητα των χριστιανικών ηθών υπό την αρχιερατική διοίκηση του Ζεφυντίτη φαίνεται πως τον απογοήτευσε. Επιστρέφοντας στην Αλεξάνδρεια άρχισε πάλι να διδάσκει με νέο ζήλο, ενδυναμωμένος από τις αντιθέσεις. Όμως, οι μαθητές του στην Κατηχητική Σχολή αυξήθηκαν τόσο, ώστε δεν αρκούσε ένας άνθρωπος, για να τα βγάλει πέρα με τους πολυπληθείς κατηχούμενους, που πίεζαν ανυπόμονα για στοιχειώδη εκπαίδευση και τους βαπτισμένους, που αναζητούσαν ερμηνεία της Βίβλου. Υπό αυτές τις περιστάσεις ο Ωριγένης εμπιστεύτηκε τη διδασκαλία των κατηχουμένων στον Ηρακλά, τον αδελφό του μάρτυρα Πλούταρχου, του πρώτου μαθητή του. Καθώς το ενδιαφέρον του στρεφόταν όλο και περισσότερο προς την εξήγηση, μελέτησε αναλόγως τα Εβραϊκά, αν και δε διαθέτουμε κάποια συγκεκριμένη γνώση για την εκπαιδευτική του δραστηριότητα σε αυτή τη γλώσσα. Περίπου το 212 ή το 213 ο Ωριγένης γνωρίζεται με τον Αμβρόσιο Αλεξανδρείας, τον οποίο μεταστρέφει από τον Βαλεντιανισμό στην Ορθοδοξία. Αργότερα, το 218, ο πλούσιος Αμβρόσιος έκανε μια επίσημη συμφωνία με τον Ωριγένη για την έκδοση των έργων του.

Όλα τα επόμενα έργα του Ωριγένη (εκτός από τα κηρύγματά του) ήταν αφιερωμένα στον Αμβρόσιο. Κατά το 213 ή 214 ο Ωριγένης επισκέφθηκε την Αραβία κατά παράκληση του έπαρχου, ο οποίος ήθελε να συζητήσει μαζί του. Έμεινε για σύντομο χρονικό διάστημα στην Πέτρα και κατόπιν επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια. Την επόμενη χρονιά, το 215, εξαιτίας μιας εξέγερσης ο Καρακάλλας εξαπέλυσε τους στρατιώτες του να λεηλατήσουν την πόλη, έκλεισε τα σχολεία και έδιωξε όλους τους αλλοδαπούς. Το τελευταίο μέτρο ανάγκασε τον Αμβρόσιο να καταφύγει στην Καισάρεια, όπου εγκαταστάθηκε πλέον μόνιμα. Ακολούθησε ο Ωριγένης, καθώς η αναταραχή σταμάτησε τη δραστηριότητά του ως δασκάλου και έθεσε την ασφάλειά του σε κίνδυνο. Έφυγε από την Αίγυπτο, πηγαίνοντας προφανώς με τον Αμβρόσιο στην Καισάρεια, όπου έμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα. Εκεί άρχισε να διδάσκει την ερμηνεία των Γραφών, κατά παράκληση του επισκόπου της Ιερουσαλήμ Αλέξανδρου και του Θεόκτιστου Καισαρείας. Όταν η σύγχυση στην Αλεξάνδρεια σταμάτησε, ο Δημήτριος ανακάλεσε τον Ωριγένη, πιθανώς το 216.

Από τη δραστηριότητά του Ωριγένη κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας λίγα είναι γνωστά, αλλά αφιερώθηκε προφανώς στη διδασκαλία και στο γράψιμο. Το τελευταίο έγινε ευκολότερο με τη βοήθεια του Αμβρόσιου, ο οποίος του παρείχε επτά στενογράφους για υπαγόρευση, πολλούς γραφείς για να ετοιμάζουν τα αντίγραφα και διάφορα κορίτσια για να πολλαπλασιάζουν αυτά τα αντίγραφα. Κατά παράκληση του Αμβρόσιου άρχισε έναν εκτενή σχολιασμό της Βίβλου, αρχίζοντας με τον Ιωάννη. Συνέχισε με τη Γένεση, τους Ψαλμούς και τους Θρήνους, εκτός από τις συνοπτικές εξηγήσεις των επιλεγμένων κειμένων (που διαμορφώνουν τα δέκα βιβλία του, τους Στρωματείς). Έγραψε επίσης δύο βιβλία για την Ανάσταση και το έργο του Περί των Πρώτων Αρχών.

Περίπου το έτος 230 ο Ωριγένης έκανε ένα ταξίδι, που επρόκειτο να τον αναγκάσει να σταματήσει το έργο του στην Αλεξάνδρεια για τα επόμενα χρόνια της ζωής του. Όντας στην Ελλάδα, σε κάποια εκκλησιαστική αποστολή, έκανε μια επίσκεψη στην Καισάρεια, όπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Ο Δημήτριος, που θεώρησε αυτή την πράξη ως παράβαση των δικαιωμάτων του, εξαγριώθηκε όχι μόνο γιατί ο Ωριγένης ήταν υπό την αρμοδιότητά του, αλλά και γιατί ο Δημήτριος ήταν ο πρώτος, που εισήγαγε την επισκοπική χειροτονία στην Αίγυπτο. Συγκάλεσε, λοιπόν, επισκοπική σύνοδο, η οποία κήρυξε τη χειροτονία του άκυρη και εξόρισε τον Ωριγένη από την Αλεξάνδρεια το 231.

Ο Ωριγένης έφυγε από την Αλεξάνδρεια και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Καισάρεια. Ακολούθησε μια σειρά από κατηγορίες εναντίον του, που φαίνεται ότι προέρχονταν από την Αλεξάνδρεια, είτε για τον ευνουχισμό του (έγκλημα, σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο) είτε για την ετεροδοξία του. Ωστόσο, όλα αυτά μόνον η Ρώμη τα πρόσεξε. Η Παλαιστίνη, η Φοινίκη, η Αραβία και η Αχαΐα δεν έδωσαν καμία προσοχή στις κατηγορίες. Στην Αλεξάνδρεια ο Ηρακλάς τέθηκε επικεφαλής του σχολείου του Ωριγένη και σύντομα, μετά τον θάνατο του Δημήτριου, έγινε επίσκοπος. Στην Καισάρεια ο Ωριγένης έγινε δεκτός, ενώ φιλοξενήθηκε επίσης στην Καππαδοκία και την Αντιόχεια. Αγαπήθηκε πολύ από τους μαθητές του για τα κηρύγματα, τη διαλεκτική, τη φυσική, την ηθική και τη μεταφυσική του, θέτοντας κατά συνέπεια τα θεμέλιά του για το θέμα της θεολογίας. Προσπάθησε να καταγράψει την επιστήμη από τη χριστιανική άποψη και να ανυψώσει τον Χριστιανισμό σε μια κοσμική θεωρία συμβατή με τον Ελληνισμό.

Λίγα είναι γνωστά για τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του Ωριγένη. Κήρυττε τακτικά τις Τετάρτες και τις Παρασκευές και αργότερα καθημερινά. Προφανώς ανέπτυξε μια εξαιρετική λογοτεχνική παραγωγικότητα, ενώ τα περιστασιακά ταξίδια του γίνονταν κυρίως για λόγους έρευνας. Κατά τη διάρκεια των διωγμών του Δέκιου το 249/250 συνελήφθη, φυλακίστηκε, βασανίσθηκε σκληρά δίχως να λυγίσει. Προφανώς τα βασανιστήρια τον κατέβαλαν ιδιαίτερα και τον οδήγησαν τελικά στον θάνατο. Σύμφωνα με την παράδοση ο θάνατος και η ταφή του έγιναν στην Τύρο ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, στην Καισάρεια της Παλαιστίνης.

Το συγγραφικό έργο

Σύμφωνα με τον Επιφάνιο, ο Ωριγένης έγραψε περίπου 6.000 έργα (ή κεφάλαια). Ένας κατάλογος δόθηκε από τον Ευσέβιο στη χαμένη ζωή του Πάμφιλου, η οποία ήταν γνωστή προφανώς στον Ιερώνυμο. Τα έργα του χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες: κριτική κειμένων, εξήγηση συστηματική, πρακτική και απολογητική θεολογία και επιστολές, εκτός από ορισμένα ψευδεπίγραφα. Το σημαντικότερο έργο του Ωριγένη στην κριτική κειμένων ήταν το έργο Εξαπλά, μια πολύτομη και πολυγλωσσική έκδοση των Εβραϊκών Γραφών. Τα εξηγητικά έργα του Ωριγένη χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: τα σχόλια ή συνοπτικές περιλήψεις της έννοιας των δύσκολων εδαφίων, τις ομιλίες ή κηρύγματα και τα "βιβλία" ή σχόλια υπό την ακριβή έννοια του όρου. Οι Ομιλίες για όλη σχεδόν τη Βίβλο, που γράφτηκαν από αυτόν τον μεγάλο δάσκαλο είναι στην πραγματικότητα το απόσταγμα μιας εξηντάχρονης πορείας κατήχησης. Είναι πιθανό ότι ο Ωριγένης δεν έδωσε καμία προσοχή στην εποπτεία της δημοσίευσης των ομιλιών του, γεγονός που ερμηνεύει εν μέρει τα πολυάριθμα λάθη της υπαγόρευσης. Η εξήγηση των ομιλιών ήταν απλούστερη από αυτή των επιστημονικών σχολίων, αλλά εντούτοις απαιτούσε κάποιο βαθμό νοημοσύνης από μέρους του ακροατηρίου. Ο κύριος στόχος του Ωριγένη ήταν η πρακτική έκθεση του κειμένου, στίχο προς στίχο. Αυτό ήταν ακριβώς, που τον οδήγησε στην επιδίωξη βαθύτερων εννοιών σε άγονα και ξερά βιβλία, όπως οι Αριθμοί και το Λευϊτικόν. Τώρα, αν τα κηρύγματά του ακολουθούσαν κάποια χρονολογική σειρά ή συλλέχθηκαν από διάφορες σειρές, μας είναι άγνωστο. Το αντικείμενο των σχολίων του Ωριγένη ήταν να δοθεί μια εξήγηση, που στόχευε στη βαθύτερη, κρυμμένη πνευματική αλήθεια. Συγχρόνως, δεν παραμέλησε το φιλολογικό, το γεωγραφικό, το ιστορικό, ούτε το αρχαιογνωστικό υλικό, στο οποίο αφιέρωσε πολυάριθμα ερμηνευτικά σχόλια. Μεταξύ των συστηματικών, πρακτικών και απολογητικών έργων του Ωριγένη, ιδιαίτερη αναφορά χρειάζεται το έργο του Περί των Πρώτων Αρχών, μια πραγματεία που γράφτηκε πιθανώς για τους προχωρημένους μαθητές του στην Αλεξάνδρεια, ίσως μεταξύ του 212 και του 215. Έφθασε ως εμάς μόνο ως ελεύθερη μετάφραση του Ρουφίνου, εκτός από σπαράγματα του 3ου και 4ου βιβλίου του. Μετά από την εξορία του στην Καισάρεια, ο Ωριγένης έγραψε τα Περί Προσευχής, Περί Μαρτυρίου και Κατά Κέλσου, με αριστοτεχνική επιχειρηματολογία και διαλεκτική δύναμη.

Οι φιλοσοφικές απόψεις του Ωριγένη

Απεικόνιση του Ωριγένη, Λειψία, 1921

Ο Ωριγένης βρίσκεται στην αφετηρία όλων των μυστικιστικών συστημάτων του Βυζαντίου. Εκπαιδευμένος στη σχολή του Κλήμη και από τον πατέρα του, ήταν στην πραγματικότητα ένας Χριστιανός πλατωνιστής με ψήγματα στωικής φιλοσοφίας.

Στην κορυφή της πυραμίδας της Ύπαρξης την οποία περιγράφει βρίσκεται ένας Ύψιστος, αυτάρκης Θεός, η Μονάδα. Τούτη η Μονάδα στην ιστορική της εξέλιξη γίνεται Τριάδα, μια θεότητα γεμάτη δημιουργική ενέργεια. Στη δραστηριότητα αυτής της δημιουργικής ενέργειας οφείλεται η γέννηση ενός κόσμου καθαρών και αγνών πνευμάτων, που μετέχουν της γνώσης της Μονάδας. Μια μερίδα αυτών των αγνών πνευμάτων, κορεσμένη από την ευτυχία της μακάριας ύπαρξης, αποσκιρτά από τον κοσμικό νόμο. Η τιμωρία της είναι η εξορία στην ύλη, έναν τόπο που δημιουργήθηκε αποκλειστικά για αυτόν τον σκοπό. Ο άνθρωπος είναι ένα πνεύμα σε κατάσταση τιμωρίας και τούτη η τιμωρία είναι το εφαλτήριο της κίνησης για την επιστροφή στη Μονάδα.

Χάρη στη θεία οικονομία, η οποία εκφράζεται μέσω της ιδέας της Θείας Πρόνοιας, το πεπτωκός ανθρώπινο γένος τελικά θα βρει τον δρόμο του προς τη θέωση, την επιστροφή στη μακάρια ύπαρξη. Η επιστροφή λοιπόν είναι το κύριο και μοναδικό καθήκον της ανθρώπινης ύπαρξης, η επιστροφή μέσω της μεσολάβησης του θείου Λόγου, που ενσαρκώνεται αναλαμβάνοντας ένα φυσικό φορέα, γενόμενος άνθρωπος ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους. Η πρώτη πράξη για την επιστροφή είναι ο ασκητισμός, μέσω του οποίου κυριαρχούνται τα πάθη. Η σωματική φύση σταδιακά αποβάλλεται, μετουσιώνεται, προκειμένου να προβάλλει ο πνευματικός άνθρωπος. Η πλήρης και ολοκληρωτική πνευματοποίηση είναι ο επιδιωκόμενος στόχος, έτσι ώστε η ύπαρξη να πλημμυρίσει από το θεϊκό μεγαλείο, δίχως όμως να αποκλείεται η επανάληψη της πτώσης εξαιτίας της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπινου όντος.

Υπάρχει μια κυρίαρχη τάση ανάμεσα στους μελετητές να θεωρούν το φιλοσοφικό και μάλλον κοσμικό σύστημα του Ωριγένη ως συμπαγές, αναλλοίωτο και τελεσίδικο. Ωστόσο, ο ίδιος, αν και πολυγραφότατος, δεν έφτασε ποτέ σε οριστικά συμπεράσματα. Γνώριζε πολύ καλά τα όρια της νοητικής διατύπωσης και τη θεωρούσε βοήθημα, όχι σύστημα ή θεολογικό δόγμα. Το γεγονός ότι η εκκλησία τον αναθεμάτισε αμετάκλητα το 553, συνδέεται με την αντιπαράθεση της δογματικής αντίληψης των θεολόγων και της αυθαίρετα πειραματικής διάθεσης του φιλόσοφου.

Η σύλληψή του για τον Θεό είναι εξ ολοκλήρου αφηρημένη. Ο Θεός είναι μια τέλεια ενότητα, αόρατος και άυλος. Ξεπερνά την υλικότητα όλων των πραγμάτων και επομένως είναι ασύλληπτος και ακατανόητος. Είναι επιπλέον αμετάβλητος, πέραν του διαστήματος και του χρόνου. Όμως, η δύναμή Του περιορίζεται από την εγγενή καλοσύνη, δικαιοσύνη και φρόνησή Του, αν και είναι απαλλαγμένος από την ανάγκη, την καλοσύνη και την παντοδυναμία που Τον περιόρισε για να αποκαλυφθεί. Αυτή η αποκάλυψη, η εξωτερίκευση του Θεού, εκφράζεται από τον Ωριγένη με διάφορους τρόπους. Τα αρχέτυπα είναι μόνο ένας από τους πολλούς. Η αποκάλυψη ήταν η πρώτη δημιουργία του Θεού, προκειμένου να υπάρξει μια δημιουργική μεσολάβηση μεταξύ του Θεού και του κόσμου. Μια τέτοια μεσολάβηση είναι απαραίτητη, επειδή ο Θεός ως αμετάβλητη ενότητα δεν ταυτίζεται με την πολυπληθή δημιουργία.

Τα αρχέτυπα ή μάλλον ο Λόγος ως συνολική έκφραση των αρχετύπων είναι η δημιουργική αρχή που διαπερνά τον κόσμο. Δεδομένου ότι ο Θεός αποκαλύπτεται αιώνια, τα αρχέτυπα είναι επίσης από τη φύση τους αιώνια. Διαμορφώνουν μια γέφυρα μεταξύ του δημιουργημένου και του αδημιούργητου, μια ατραπό αντίληψης και γνώσης του Θεού. Η δημιουργία ήλθε σε ύπαρξη μόνο μέσω των αρχετύπων και η κοντινότερη προσέγγιση του Θεού στον κόσμο είναι η εντολή για δημιουργία. Τα αρχέτυπα ως Λόγος είναι ουσιαστικά μια ενότητα, στην πλατωνική ορολογία η ουσία των ουσιών και η ιδέα των ιδεών. Η υπεράσπιση της ιδέας της ενότητας του Θεού ενάντια στους Γνωστικούς οδήγησε τον Ωριγένη στην απόφαση να κρατήσει τα αρχέτυπα, δηλαδή τον Λόγο, υποδεέστερο του Θεού —αντίληψη που ήταν κοινότοπη μεταξύ των στοχαστών του 3ου αιώνα.[11] Ο Ωριγένης υπογράμμισε καθαρά την ανεξαρτησία του Λόγου ως σημείο διάκρισης από την ύπαρξη και ουσία του Θεού. Ο όρος ομοούσιος τω Πατρί σε αυτή την περίπτωση δεν υιοθετήθηκε. Ο Λόγος είναι μια εικόνα, μια αντανάκλαση που δεν μπορεί να συγκριθεί με τη μοναδικότητα του Θεού.

Μερικές ακόμα απόψεις του Ωριγένη ήταν πως οι ανάξιες σωτηρίας ψυχές θα υποστούν μετεμψύχωση αλλά τελικώς με την ανακύκληση των «νέων κόσμων» ή και την κάθαρση αυτών δια του αιωνίου πυρός θα επανέλθουν στην προγενέστερη κατάσταση όπως ακόμα και οι δαίμονες. Σε αυτή την αποκατάσταση των πάντων, όπως ο ίδιος την ανέφερε, γίνεται εμφανής η διδασκαλία περί μη αναστάσεως των σωμάτων. Μία ακόμα άποψη περί του Ιησού ήταν πως κατά την ενανθρώπησή του κατέστη «θεάνθρωπος» και ενώθηκε με ψυχή αναμάρτητη και πραγματικό σώμα μετά τη γέννησή του από τη Θεοτόκο Μαρία. Έτσι αποκαλύπτεται πως στην προσπάθειά του να αναιρέσει τους γνωστικούς εισήγαγε πολλά γνωστικά στοιχεία στη διδασκαλία του, χωρίς όμως να αποσκοπεί σε μια συστηματική έκθεση της πίστης της εκκλησίας. Οι απόψεις του περί μετεμψύχωσης αποτέλεσαν έναν βασικό λόγο για τον οποίο ορθόδοξοι εκκλησιαστικοί πατέρες στράφηκαν με δριμύτητα εναντίον του κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων[12].

Θεολογικές απόψεις

Απεικόνιση του Ωριγένη σε χειρόγραφο του Μεσαίωνα

Αλεξάνδρεια (185, ο πατήρ ― μάρτυς Λεωνίδης). Χαλκέντερος και «Αδαμάντιος». Κατηχητική Σχολή της Αλεξάνδρειας (δίωξη υπό επισκόπου Αλεξανδρείας Δημητρίου), νέα Σχολή (Καισάρεια Παλαιστίνης).

Εμμονή στο βαπτιστήριο σύμβολο, δηλ. τον «κανόνα της Εκκλησίας» (regula Ecclesiae), που συνιστά αλληλοπεριχώρηση Αγ. Γραφής και Αποστολικής Παράδοσης, αν και κατά την Αλεξανδρινή Παράδοση το βάρος πέφτει στην Αγ. Γραφή, η οποία ερμηνεύεται τριπλά: σωματικά (ιστορικογραμματικά), ψυχικά (ηθικά) και πνευματικά (αλληγορικά).

Όλα, πρόσωπα και πράγματα, έχουν σύμφωνα με τις Πλατωνικές απόψεις διπλή όψη: α) σωματική / αισθητή (ορατή) ― υλική (για το απλοϊκό πλήθος ― για τους νήπιους) και β) πνευματική / αόρατη ― μυστική (για τους τέλειους, πνευματικούς).

Οι πρώτοι (Λωτ), τρεφόμενοι με «γάλα» και «άρτο», στηρίζονται στην άλογη και ψιλή πίστη, και παραμένουν έξω από το άδυτο (εβραϊκός λαός), ενώ οι δεύτεροι (Αβραάμ), τρεφόμενοι με «κρέας» και «οίνο», στηρίζονται στη γνώση / θείες αποκαλύψεις (πρβλ. Θεοτόκος) και εισέρχονται στο άδυτο των θείων μυστηρίων (Ααρών και Αρχ-ιερείς).

Ο Θεός είναι Φως, Μονάς και Ενάς, ακατάληπτος και ακατανόητος (κατά των: Κέλσου, Ευνόμιου, Βαρλαάμ). Ο Πατήρ, ως αγέννητος και «αυτόθεος», κατ’ ανάγκη «αεί γεννά» τον Υιό (Παροιμ. 8, 25, Πλωτίνος), όπως το ύδωρ τον ατμό ή το φως την ακτίνα. Ο Ωριγένης, σύμφωνα με τη νεοπλατωνική θεωρία των απορροών, δέχεται ένα είδος «υποταγής» (Subordinationismus), θεωρώντας τον Υιό ως «ατμίδα» (Vapor) τής δυνάμεως τού Πατρός και «απόρροια» της παντοκρατορικής Του δόξας: «Ημείς μεν τοι γε τρεις υποστάσεις πειθόμενοι τυγχάνειν, τον Πατέρα και τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα, και αγέννητον μηδέν έτερον του Πατρός είναι πιστεύοντες». Η ενέργεια τού Πατρός κατευθύνεται προς όλα τα όντα, του Υιού προς μόνο τα λογικά και του Αγίου Πνεύματος προς μόνο τους (αληθείς) Χριστιανούς (πνευματικούς). Ο Χριστός ως Θεάνθρωπος [1] ενώνει μέσα Του τις δυο φύσεις (θεία και ανθρώπινη), κατά το παράδειγμα του πυρακτωμένου σιδήρου. Το σώμα Του διέθετε ένα είδος υπερφυσικής ποιότητας, μεταβαλλόμενο κατά τη βούλησή Του (Δοκητισμός). Μετά την Ανάστασή Του αρχίζει η θεοποίηση της ανθρωπότητας του Κυρίου, κατά ένα είδος ανάχυσης (απορρόφησης) της ανθρώπινης φύσης μέσα στη Θεία (πανθεϊστική αντίληψη). Έτσι ο Σωτήρ παρίσταται: α) ως διδάσκαλος και νομοθέτης της ανθρωπότητας (ηθική θεωρία της απολύτρωσης), β) ως Αρχιερεύς ― (εξ)ιλαστήριο θύμα (αντιπροσωπευτική η θυσία του Χριστού, προσφέροντας το σώμα του στον Θ. Πατέρα) [πραγματική θεωρία της απολύτρωσης] [2] και γ) ως «αντίλυτρον» της ψυχής του στον Σατανά (περί δικαιωμάτων του Σατανά θεωρία της απολύτρωσης).

Λόγω της αιώνιας δημιουργικής δραστηριότητας του Θεού υπάρχει η «απ’ αιώνος» δημιουργία (των αόρατων «νοητών», αν και όχι απόλυτα άϋλων / ασώματων, αλλά λεπτών και αιθέριων, όντων) και η έγχρονη δημιουργία (του ορατού φυσικού κόσμου), που, λόγω του προκόσμιου (και όχι προπατορικού) αμαρτήματος, έγινε τόπος τιμωρίας και καθάρσεως των νόων. Προ του παρόντος κόσμου υπήρχαν άλλοι και μετά από αυτόν θα επακολουθήσουν άλλοι (Γνωστικισμός). Ως δημιουργικό όργανο χρησιμοποίησε ο Θεός τον Λόγο, «δι’ ού τα πάντα εγένετο». Αρχικά, ο Θεός δημιούργησε μέγα αριθμό πνευματικών όντων, που ήταν λογικά και ελεύθερα. Κάνοντας κακή χρήση της ελευθερίας τους (η δυνατότητα της ελευθερίας αποτελεί την ένδειξη του δημιουργημένου) τα Πνεύματα στερήθηκαν το αγαθό και εξέπεσαν (ανάλογα με το βαθμό της αμαρτίας τους) σε τρεις καταστάσεις: α) στα ουράνια / αιθέρια (ήλιος, σελήνη, αστέρες) σώματα (οι Άγγελοι), β) στις ψυχές των ανθρώπων (δια αποψύξεως), και γ) στα σκοτεινά και δύσμορφα σώματα (δαίμονες). Ο άνθρωπος δεν εμφανίστηκε ως τέτοιος αρχικά πάνω στη γη, αλλά είχε ως πνεύμα μια προγενέστερη ζωή στους ουρανούς. λόγω, όμως, της Πτώσεώς του εξέπεσε (ενσαρκωμένος σε υλικό σώμα) σ’ αυτή τη γη. έτσι, μέσα στους δερμάτινους χιτώνες κλείστηκαν οι ανθρώπινες ψυχές.

Η Εκκλησία, όντας σε πνευματικό σύνδεσμο με την επουράνια, είναι αγία. Την αληθινή Εκκλησία απαρτίζει μόνο το σύνολο πάντων των αγίων. Οι επίσκοποι θεωρητικώς πρέπει να είναι άγιοι. Στην πραγματικότητα όμως πολλοί από αυτούς είναι ανάξιοι. Τους ανάξιους κληρικούς ο Ωριγένης παραβάλλει προς τους Φαρισαίους. Ο λαός ― «λαϊκοί» (πνευματικοί και σαρκικοί) ― φέρει την καθολική ιεροσύνη. Με έξι φάρμακα μπορεί να επιτευχθεί η μετάνοια: μαρτύριο, ελεημοσύνη, συγγνώμη, ζήλος για τη μεταστροφή των αμαρτωλών, αγάπη προς τον Θεό και εκκλησιαστική μετάνοια (είτε ατομικά, είτε δημόσια). Υπάρχουν «βαριά» ― θανάσιμα αμαρτήματα (ειδωλολατρία, μοιχεία, πορνεία, φόνος), που συγχωρούνται για μία μόνο φορά μετά το βάπτισμα, και μη θανάσιμα αμαρτήματα. Συγχώρηση μπορούν να παράσχουν μόνο οι άγιοι (Πνευματικοί), είτε Κληρικοί, είτε λαϊκοί είναι αυτοί.

Ο Ωριγένης, παρά το ότι καταπολέμησε τις θεωρίες του Χιλιασμού και της μετενσωμάτωσης των ψυχών, δέχτηκε την αποκατάσταση των πάντων [3] (ακόμη και του Σατανά) κατόπιν μακράς και βαθμιαίας καθάρσεως (πρβλ. συνειδησιακό «καθάρσιο πυρ»). Ο Ωριγένης (και ως πρόσωπο και ως διδασκαλία) καταδικάστηκε αλλεπάλληλα ἀπό τούς: Επιφάνιο [4] και Θεόφιλο Αλεξανδρείας (400), «Δέκα αναθεματισμούς» Ιουστινιανού (543), «Δέκα πέντε αναθεματισμούς» (553), Ε’ Οικουμενική Σύνοδο (που καταδίκασε μαζί και τον χριστιανό Μυστικιστή Ευάγριο Ποντικό [5]).

[1] Πρώτος ο Ωριγένης χρησιμοποιεί αυτό τον όρο.

[2] Ο Ωριγένης ήταν οπαδός της εμπροϋπόθετης θεωρίας περί της Σαρκώσεως του Λόγου (αν, δηλ., ο άνθρωπος δεν αμάρτανε, ο Λόγος δεν θα σαρκωνόταν).

[3] Βλ. Α. Ν ι κ ο λ α ΐ δ η, Εξηγήσεις και Παρεξηγήσεις, σ. 220-222. Δίδυμος ὁ Τυφλός δεχόταν ὁμοίως τήν προῢπαρξη τῶν ψυχῶν καί τήν ἀποκατάσταση τῶν πάντων, ἐνῶ ὁ Γρηγόριος Νύσσης τήν ἀποκατάσταση.

[4] Ὁ Ἐπιφάνιος, σφοδρός ἀντιωριγενιστής, στράφηκε μαζί μέ τούς Ἱερώνυμο καί Ἀναστάσιο Α' (πάπα Ρώμης) ἐναντίον τῶν ὠριγενιστῶν Ἰωάννη Ἱεροσολύμων καί Ρουφίνου (Β' φάση ὠριγενιστικῶν ἐρίδων).

[5] Ἀκολουθώντας τόν Εὐάγριο, ὁ μονοφυσίτης μοναχός Στέφανος δίδαξε μιά αἱρετική Θεοσοφία, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὅλοι, ἀκόμα καί οἱ καταδικασμένοι στήν Κόλαση, θά συμπεριλαμβάνονταν τελικά στή Θεία φύση τοῦ Χριστοῦ (ἰσόχριστοι), διαθέτοντας ἕνα οὐράνιο (αἰθέριο) φωτεινό σῶμα μέ σφαιροειδές σχῆμα· ἄλλοι, πάλι, ἀπ' αὐτούς δέχονταν ὅτι ἡ ψυχή τοῦ Χριστοῦ ἦταν τό πρῶτο δημιούργημα (πρωτοκτιστῖτες) τοῦ Θεοῦ (Γ' φάση ὠριγενιστικῶν ἐρίδων). Πρβλ. Β. Σ τ α υ ρ ί δ ο υ, Αἱ ὠριγενιστικαί ἔριδες, Ἀθῆναι 1958 (ἀνάτυπο Θεολογια).

Ο Λόγος και η Κοσμολογία

Η δραστηριότητα του Λόγου έγινε αντιληπτή από τον Ωριγένη ως παγκόσμια ψυχή, σύμφωνα με το πλατωνικό παράδειγμα. Είναι ένα θεωρητικό σημείο στο οποίο ο Θεός αποκαλύπτει την παντοδυναμία του. Η πρώτη δημιουργική πράξη του ήταν το θείο πνεύμα, ως ανεξάρτητη ύπαρξη. Οι επιμέρους αντανακλάσεις του Λόγου είναι τα δημιουργημένα λογικά όντα, τα οποία πρέπει να επανέλθουν στον δρόμο της θέωσης. Ωστόσο, ακόμη και στην τελειότητά τους δεν μπορούν να φτάσουν στα ύψιστα επίπεδα του Λόγου ή του Θεού.

Τα λογοϊκά αρχέτυπα, αιώνια δημιουργικά, διαμορφώνουν μια ατελείωτη σειρά πεπερασμένων, κατανοητών κόσμων, οι οποίοι είναι αμοιβαία εναλλακτικοί. Συνδυάζοντας το στωικό δόγμα ενός κόσμου χωρίς έναρξη, συνέλαβε τον ορατό κόσμο ως στάδια μιας αιώνιας κοσμικής διαδικασίας, παρέχοντας επίσης μια εξήγηση της ποικιλομορφίας των ανθρώπινων τυχών, των ανταμοιβών και των τιμωριών. Ο υλικός κόσμος, που δεν είχε πρώτα καμία θέση σε αυτήν την αιώνια πνευματική πρόοδο, οφειλόταν στην πτώση των πνευμάτων από τον Θεό. Ο απώτερος στόχος του Θεού στη δημιουργία της ύλης εκ του μη όντος δεν ήταν τιμωρία, αλλά τα πεπτωκότα πνεύματα. Η παραμονή του ανθρώπου στην ύλη είναι παροδική και φευγαλέα, αλλά η υψηλότερη φύση του διαμορφώνεται στην εικόνα του δημιουργού.

Η ψυχή διαιρείται σε λογική και παράλογη. Η τελευταία είναι υλική και παροδική, ενώ η πρώτη είναι άυλη και ασώματη και κατέχει την ελευθερία της θέλησης και τη δύναμη της επανύψωσης σε μια αγνότερη μορφή ζωής. Η ισχυρή ηθική θέση αυτής της κοσμικής διαδικασίας δεν μπορεί να παραμείνει απαρατήρητη. Η επιστροφή στην αρχική ύπαρξη μέσω του θείου λόγου είναι το αντικείμενο ολόκληρης της κοσμικής διαδικασίας. Μέσω των κόσμων που ακολουθούν ο ένας τον άλλον στην αιώνια διαδοχή, τα πνεύματα είναι σε θέση να επιστρέψουν στον παράδεισο.

Χριστολογία και Εσχατολογία

Το αποκορύφωμα αυτής της βαθμιαίας αποκάλυψης είναι η καθολική αποκάλυψη του Χριστού. Στον Χριστό ο Θεός εμφανίστηκε ως πατέρας. Η ενσάρκωση του Λόγου ήταν μια απαραίτητη διαδικασία, προκειμένου να γίνει καταληπτός από την αισθητήρια φύση του ενσαρκωμένου ανθρώπου. Σε διαφορετική περίπτωση ο Λόγος θα παρέμενε ένα μυστήριο, το οποίο θα μπορούσε να ερμηνευθεί αναλογικά μόνον στους Αγίους και φυσικά ο Ωριγένης δε θα μπορούσε καν να τον σχολιάσει. Όσον αφορά στο θνητό σώμα του Χριστού, ο Ωριγένης διατυπώνει την άποψη –άποψη που πιθανώς προσεγγίζει τον Δοκητισμό- πως μετασχηματίστηκε από τον Θεό σε ένα αιθερικό και θείο σώμα. Αργότερα βέβαια δηλώνει πως η υλική φύση του κόσμου είναι μόνο ένα επεισόδιο στην πνευματική διαδικασία της ανάπτυξης, το τέλος της οποίας πρέπει να είναι η εκμηδένιση της ύλης και η επιστροφή στον Θεό. Σε ό,τι αφορά στο δόγμα της ανάστασης του σώματος υποστηρίζει την ερμηνεία ότι ο Λόγος διατηρεί την ενότητα της ανθρώπινης ύπαρξης αλλάζοντας το σώμα σε νέες μορφές, συντηρώντας κατά συνέπεια τη μοναδικότητα και την ταυτότητα της προσωπικότητας σε αρμονία με την αρχή μιας ατελείωτης κοσμικής διαδικασίας. Η αντίληψη του Ωριγένη για τον Λόγο του επέτρεψε να μην κάνει καμία συγκεκριμένη δήλωση για το λυτρωτικό έργο του Ιησού. Δεδομένου ότι η αμαρτία είναι μόνον αρνητική, ως έλλειψη καθαρής γνώσης, η δραστηριότητα του Ιησού ήταν ουσιαστικά παράδειγμα και οδηγία, και η ανθρώπινη ζωή του ήταν μόνο τυχαία, αντιπαραβαλλόμενη με την αιώνια κοσμική δραστηριότητα του Λόγου. Ο Ωριγένης θεώρησε τον θάνατο του Ιησού ως θυσία, παραλληλίζοντάς τον με άλλες αυτοθυσιαστικές πράξεις για το γενικό αγαθό. Φυσικά, σε αυτό το σημείο η συμφωνία του Ωριγένη με τις δογματικές διδασκαλίες της εκκλησίας ήταν μόνο επιφανειακή.

Η εξιδανικευτική τάση του να θεωρεί το πνεύμα ως τη μόνη πραγματική ύπαρξη είναι θεμελιώδης σε ολόκληρο το σύστημά του και τον οδήγησε για να καταπολεμήσει τις εκκλησιαστικές παραδόσεις περί κόλασης και παράδεισου. Η άποψή του στόχευε σε έναν προοδευτικό εξαγνισμό των ψυχών, έτσι ώστε να αντικρίσουν τον Θεό τους πρόσωπο με πρόσωπο και να ενωθούν πλήρως μαζί Του. Τα μέσα για την επίτευξη αυτού του τέλους, αυτής της εσχατιάς, περιγράφηκαν από τον Ωριγένη με αρκετούς διαφορετικούς τρόπους, ο σημαντικότερος των οποίων ήταν η πλατωνική έννοια της εξαγνιστικής πυράς που καθαρίζει τον κόσμο του κακού και οδηγεί στην κοσμική ανανέωση. Σε μια περαιτέρω πνευματοποίηση της ιδέας ο Ωριγένης θα αποκαλέσει τον Θεό αναλωτική πυρά. Καθώς οι ψυχές απελευθερώνονται από την αμαρτία και την άγνοια, ο υλικός κόσμος θα αναλωθεί μέσα από αμέτρητους αιώνες και στην έσχατη στιγμή ο Θεός θα βρεθεί μέσα σε όλα, ενώ οι κόσμοι και τα πνεύματα θα επιστρέψουν εις γνώσιν Θεού. Επίσης η τάση του να θεωρεί το πνεύμα ως τη μόνη πραγματική ύπαρξη τον οδήγησε να καταπολεμήσει τις χιλιαστικές αντιλήψεις της εποχής του για μια χιλιετή επίγεια βασιλεία του Χριστού, απορρίπτοντας την κυριολεκτική απόδοση των χωρίων 20-21 της Αποκάλυψης, και δίνοντας σ' αυτά μια μεταφορική ερμηνεία,[13] ώστε να αναφέρεται ως ο ισχυρότερος πολέμιος του Χιλιασμού. [14]

Η υπεράσπιση του Ωριγένη

Όπως αναφέρθηκε, ο Ωριγένης καταδικάστηκε κατά την Ε΄ οικουμενική σύνοδο το 553 μ.Χ. και τα έργα του έπαυσαν να μελετώνται. Σε ολόκληρη τη χιλιετή Βυζαντινή περίοδο, ελάχιστος λόγος γίνεται για τον Αλεξανδρινό θεολόγο, λόγω της υφιστάμενης καταδίκης του. Εν τούτοις από τον 19ο και κυρίως κατά τον 20ό αιώνα άρχισε να αναζωπυρώνεται το θεολογικό ενδιαφέρον για τον Ωριγένη, σε ολόκληρο τον κόσμο. Τα τελευταία 40 χρόνια πραγματοποιείται κάθε 4 χρόνια διεθνές συνέδριο (Origeniana).

Εκτός από τη μελέτη και διερεύνηση της θεολογικής και εσωτερικής διδασκαλίας του, έχει γίνει προσπάθεια και για την αποκατάσταση του Ωριγένη από τις δύο μεγαλύτερες κατηγορίες που τον βαραίνουν, δηλαδή το ότι αυτοευνουχίστηκε και το ότι καταδικάστηκε σαν αιρετικός.

Α) Η φήμη του αυτοευνουχισμού.

Μερικοί νεότεροι ερευνητές, μελετώντας τα ιστορικά δεδομένα, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατόν ο Ωριγένης να έχει κάνει αυτοευνουχισμό, όπως γενικά πιστεύεται σήμερα. Το συμπέρασμα αυτό βασίζεται σε τρία σημαντικά στοιχεία:

1) Ο Ωριγένης χειροτονήθηκε πρεσβύτερος σε ανδρική ηλικία. Αυτό όμως δεν θα μπορούσε να συμβεί, εάν ήταν ευνουχισμένος, διότι οι Αποστολικοί Κανόνες απαγόρευαν αυστηρά να χειροτονούνται ως κληρικοί οι ευνούχοι. [15]

2) Η φήμη περί αυτοευνουχισμού ξεκίνησε από τη φράση του Ευσέβιου ότι ο Ωριγένης «παρακινήθηκε να επιτελέσει με έργα τη σωτήρια ρήση», (Ευσεβίου, Εκκλησιαστική Ισορία, κεφ. ΣΤ΄ 8). Εν τούτοις ούτε ο Ευσέβιος, ούτε κάποιος άλλος από τους αρχαίους συγγραφείς αναφέρεται ρητά σε πράξη «αυτοευνουχισμού». Εάν αυτή είχε συμβεί πραγματικά, τότε ασφαλώς θα την ανέφεραν άμεσα οι εχθροί και κατήγοροι του Ωριγένη, οι λεγόμενοι αντιωριγενιστές και θα τη χρησιμοποιούσαν σαν όπλο εναντίον του. Η πρώτη ρητή αναφορά αυτής της φήμης γίνεται στο «Χρονικόν» του Ιωάννου Ζωναρά κατά τον ΙΒ΄ αιώνα, δηλαδή περίπου 900 χρόνια μετά τον θάνατό του.

3) Ο ίδιος ο Ωριγένης, στην εκτενή ανάλυση του επίμαχου εδαφίου (Ματθ. 19,12), καταφέρεται εντονότατα εναντίον των αυτοευνουχισθέντων, κατηγορώντας αμείλικτα την πράξη αυτή. [16] Ασφαλώς, όμως, δεν θα μιλούσε τόσο έντονα εναντίον τους, εάν και ό ίδιος είχε διαπράξει το ίδιο σφάλμα.

Β) Η καταδίκη του Ωριγένη.

Μετά τον θάνατο του Ωριγένη, το έτος 253, δημιουργήθηκαν μέσα στην Εκκλησία δύο αντίθετα ρεύματα, ήτοι εκείνων, που τον θαύμαζαν και μελετούσαν συστηματικά τα έργα του (οι ωριγενιστές), και εκείνων, που απέρριπταν τις διδασκαλίες του (οι αντιωριγενιστές). Μεταξύ των δύο παρατάξεων έλαβαν χώρα αρκετές συγκρούσεις, οι λεγόμενες «ωριγενιστικές έριδες», μία αντιπαράθεση, που επικράτησε μέχρι τον ΣΤ΄ αιώνα.

Αρχικά αμφισβητήθηκε η περί ψυχής και περί αναστάσεως διδασκαλία του Ωριγένη από τον Πέτρο Α’ Αλεξανδρείας[17] και τον Μεθόδιο Ολύμπου[18] στα τέλη του Γ’ αιώνα. Η απήχηση της διδασκαλίας του Ωριγένη στους μετριοπαθείς αρειανόφρονους με κύριο εκφραστή τον Ευσέβιο Καισαρείας της Παλαιστίνης και τους συν αυτώ επισκόπους, στα μέσα του Δ’ αιώνα, οδήγησε σε νέα αμφισβήτηση της εν λόγω διδασκαλίας. Η αρχικά μετριοπαθής αντιμετώπιση του ωριγενισμού οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι ακόμα και οι αντιωριγενιστές χρησιμοποιούν εκλεκτικά τα έργα του Ωριγένη ως σημαντική πηγή ερμηνευτικής και θεολογικής αναφοράς, παρά τις ξεκάθαρες επιφυλάξεις, που διατύπωναν για συγκεκριμένες θεωρίες του. Οι αντιθέσεις αυτές δημιούργησαν νέες έντονες διαμάχες ανάμεσα στους ωριγενιστές μοναχούς της ερήμου της Νιτρίας και στους αντιωριγενιστές μοναχούς της Σκήτεως στην Αίγυπτο, που οδήγησαν τις δύο ομάδες στη διατύπωση ακραίων θεολογικών τοποθετήσεων. Οι ωριγενιστικές θέσεις βρήκαν απήχηση και στις μοναστικές κοινότητες της Παλαιστίνης λόγω των στοιχείων εσωτερισμού, που εμπεριείχαν, γεγονός, που έδωσε νέα ώθηση στη θεολογική αντιπαράθεση. Κύριοι εκφραστές της πολεμικής εναντίον του ωριγενισμού αναδεικνύονται ο Μάρκελλος Αγκύρας, ο μοναχός Ατάρβιος, ο Επιφάνιος Κωνσταντίας Κύπρου και ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας. Μάλιστα ο τελευταίος συγκρότησε στην Αλεξάνδρεια το 400 μ.Χ. Σύνοδο που καταδικάζει τις ωριγενιστικές θέσεις[19]. Την ίδια περίοδο η συμμετοχή στη διαμάχη των λατίνων Ρουφίνου (ωριγενιστής) και Ιερωνύμου (αντιωριγενιστής) μετέφερε αναπόφευκτα τις συνέπειες και στη Δυτική χριστιανοσύνη. Στις αρχές του Ε’ αιώνα έστω και αν η υπόθεση του ωριγενισμού δεν βρίσκεται στο θεολογικό προσκήνιο, το οποίο μονοπωλείται από τις Χριστολογικές έριδες, εντούτοις οδηγεί σε κρίση τους θρόνους της Κωνσταντινουπόλεως και της Αλεξάνδρειας[20].

Μετά από μια περίοδο ύφεσης οι ωριγενιστικές έριδες ξαναέρχονται στο επίκεντρο των θεολογικών ζυμώσεων στις αρχές του ΣΤ’ αιώνα. Τη συγκεκριμένη περίοδο ο θρόνος των Ιεροσολύμων απηχεί τις θέσεις της πανίσχυρης ομάδας των ωριγενιστών μοναχών της Παλαιστίνης και οι μοναχοί Λεόντιος Βυζάντιος ή Ιεροσολυμίτης, Θεόδωρος Ασκιδάς και Δομετιανός μεταβαίνουν στην Κωνσταντινούπολη, για να πετύχουν την αποκατάσταση των ιδεών του Ωριγένη. Μάλιστα ο μοναχός Θεόδωρος εκλέγεται μητροπολίτης Καισαρείας της Καππαδοκίας και ο Διομετιανός εκλέγεται επίσκοπος Αγκύρας με τη βοήθεια του πανίσχυρου ωριγενιστή πρεσβυτέρου Ευσέβιου, κειμηλιάρχου της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας, και συμβούλου του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Η θεώρηση του Ωριγένη απασχολούσε κυρίως τους ασκητές της Παλαιστίνης, οι οποίοι και βρέθηκαν σε δύο αντίπαλες παρατάξεις, οι μεν ωριγενιστές με επίκεντρο τη Νέα Λαύρα και οι αντιωριγενιστές με σημείο αναφοράς τη Μεγάλη Λαύρα[21]. Η ενεργοποίηση και εμπλοκή πλειάδας εκκλησιαστικών ταγών κατά του ωριγενισμού, όπως του πατριάρχη Αντιοχείας Εφραιμίου, του πατριάρχη Ιεροσολύμων Πέτρου, του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Ζωίλου, του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνά, του παπικού αποκρισιάριου Πελάγιου, του ηγουμένου Σάββα της ομώνυμης μονής της Παλαιστίνης αποδεικνύει τη γεωγραφική έκταση των ωριγενιστικών ερίδων. Η εκρηκτική κατάσταση, που ακουμπούσε πλέον το σύνολο της εκκλησιαστικής πραγματικότητας οδήγησε τον Ιουστινιανό στο να αναζητήσει φόρμουλες προσέγγισης και να επινοήσει λύσεις με κύρια χαρακτηριστικά άλλοτε τις διαδικασίες πελατειακών εξυπηρετήσεων και άλλοτε την επίδειξη αυτοκρατορικής πυγμής.

Το έτος 553 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός συγκάλεσε την Ε΄ οικουμενική σύνοδο με σκοπό να εξετάσει ένα άλλο θέμα (τα λεγόμενα «Τρία Κεφάλαια»), το οποίο δεν είχε καμία σχέση με τον Ωριγένη. Μετά την έκδοση της απόφασης για τα «Τρία Κεφάλαια», ο Ιουστινιανός έστειλε ένα γράμμα στη σύνοδο, με το οποίο ζητούσε κατηγορηματικά να καταδικάσουν και τη διδασκαλία του Ωριγένη. [22]. Ο σκοπός αυτής της ενέργειας του Ιουστινιανού ήταν να σταματήσουν οι ωριγενιστικές έριδες, όπως πράγματι σταμάτησαν μετά την απόφαση αυτή. Αρκετά από τα μέλη της συνόδου ήταν ωριγενιστές και αντέδρασαν έντονα στη λήψη τέτοιας απόφασης. Όμως η πλειοψηφία των μελών ήταν αντιωριγενιστές και με την υποστήριξη της ισχυρής αυτοκρατορικής εξουσίας εξέδωσαν 15 «αναθεματισμούς» κατά της διδασκαλίας του Ωριγένη.

Βλέπε επίσης

Υποσημειώσεις

  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. 118590235. Ανακτήθηκε στις 15  Οκτωβρίου 2015.
  2. 2,0 2,1 2,2 (Αγγλικά) SNAC. w6tm7h5k. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. 3,0 3,1 Documenta Catholica Omnia. 30_20_0185-0254-_Origenes.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 lexikon.katolikus.hu/O/%C3%93rigen%C3%A9sz.html.
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 BeWeB. 1470. Ανακτήθηκε στις 14  Φεβρουαρίου 2021.
  6. 6,0 6,1 (Ιταλικά) Mirabile: Digital Archives for Medieval Culture. SISMEL – Edizioni del Galluzzo.
  7. CONOR.SI. 19827555.
  8. 8,0 8,1 8,2 The Fine Art Archive. cs.isabart.org/person/71253. Ανακτήθηκε στις 1  Απριλίου 2021.
  9. «Library of the World's Best Literature». Library of the World's Best Literature. 1897.
  10. Τα 15 αναθέματα κατά του Ωριγένη μπορούν να βρεθούν στα αγγλικά εδώ και στην ελληνική Βικιθήκη στη σχετική αναφορά στους Κανόνες Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου.
  11. «Όπως ήταν κοινότοπο μεταξύ των στοχαστών του 3ου αιώνα, ο Ωριγένης είχε βαθιά ριζωμένη την αντίληψη της απόλυτης ανωτερότητας του Θεού επί όλων των άλλων όντων. Αυτό σήμαινε ότι ο Πατέρας ήταν ανώτερος από τον Γιο από όλες τις απόψεις —ως προς την ουσία, τις ιδιότητες, την ισχύ και τη φύση. Ο Γιος θα μπορούσε να αποκληθεί θεϊκός στο μέτρο που εκπροσωπούσε του Πατέρα στον κτιστό κόσμο ως ο υπέρτατος παράγοντας της δημιουργίας (σαν να επρόκειτο για τον μέγιστο όλων των αγγελικών δυνάμεων), αλλά ήταν σαφώς υποδεέστερος από τον Πατέρα από όλες τις απόψεις. Αυτό σήμαινε ότι ο Γιος δεν κατείχε απόλυτη αχρονικότητα, η οποία ήταν μοναδικό χαρακτηριστικό του Θεού Πατέρα». (Christian History & Biography, "The Road to Nicaea Αρχειοθετήθηκε 2015-09-10 στο Wayback Machine.", Τεύχος 85, Χειμώνας 2005, Τόμ. XXIV, Αρ. 1, σσ. 19, 20, (Αγγλικά))
  12. * Στα πρακτικά της περιφερειακής εκκλησιαστικής συνόδου της Κωνσταντινούπολης το 536 αναφέρεται: «Οὗτος τοίνυν ὁ προκείμενος Ὡριγένης καθάπερ τὸ τῆς ἐρημώσεως βδέλυγμα ἐν μέσω τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας γεγένηται καὶ πρεσβύτερος χειροτονηθεὶς ὑπὸ τῆς κανονικῆς τε καὶ μιᾶς χειρὸς ἀληθινῆς εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ πρεσβυτέρου ψιλόν τε καὶ μόνον καθάπερ καὶ τὸ τῆς ἀποστολῆς εἶχεν ὁ κλέπτης καὶ προδότης Ἰούδας. [...] ἐκπεσὼν οὖν οὗτος ἐπὶ τὴν γῆν οὐρανόθεν ὡς ἀστραπή, καθάπερ ὁ τούτου πατὴρ ὁ διάβολος, θυμοῦ πνέων πολλοῦ καὶ δεινοῦ κατὰ τῆς ἀληθείας ἐπὶ τὴν καλουμένην Παλαιστίνην χώραν ἔπλευσε καὶ καθίσας ἐν τῆ Καισαρέων μητροπόλει κἀκεῖσε τὸ πρόσωπον ἀποκαλύψας ὅλον ἐξ ὅλου τοῦ καλύμματος, καθάπερ ὁ ἰχθὺς ἡ σηπία παρά τισι καλουμένη, ὅσπερ αὐτῶ καθ΄ ἡδονὴν ἐτύγχανε͵ σκοτεινόν τε καὶ μέλανα ἰὸν ἐξεμέσας ἐγγράφως ἀπετυπώσατο καὶ καθάπερ Ἰουδαικὸς κάπηλος προσχήματι ἀγαθοῦ πικρῶ γλυκὺ κατέμιξε. τί γὰρ ὁ κακομήχανος καὶ μανιώδης λέγει; ἦν, φησί, πρὸ σώματος ἡ ψυχὴ ἐν οὐρανοῖς προοῦσα, κἀκεῖσε, φησίν, ἁμαρτήσασαν ἐν φυλακῆ κατήγγισε͵ τουτέστιν ἐν τῶ σώματι κατέπεμψεν, εἰς καθαρισμόν, φησί, καὶ σωφρονισμὸν τῶν ἐν οὐρανοῖς αὐτῆ γεγενημένων ἁμαρτιῶν. Πρῶτον ἔνθεν εὐθὺς ὁ ἀσεβέστατος μυθολογεῖ καὶ μάχεσθαι τῆ ἀληθείαι θέλει. Καὶ μετ΄ ὀλίγα· εἰ δὲ προῆν ἡ ψυχὴ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ προημάρτηκεν ἐκεῖσε, καθὼς Ὡριγένης ὁ μανιώδης καὶ θεομάχος ἔφησεν, ἔδει μὴ λέγειν τὸν ἁγιώτατον προφήτην καὶ πλάσσων πνεῦμα ἀνθρώπου ἐν αὐτῶ, ἀλλὰ μᾶλλον καταγγίζων πνεῦμα ἀνθρώπου ἐν αὐτῶ ἢ τάχα καταπέμπων. Νῦν δὲ μὴ τοῦτο λέγων, ἀλλὰ πλάσσων ἐν αὐτῶ δείκνυσι τοῦτον λύκον ὄντα βαρύτατον ἐνδεδυμένον ἔξωθεν πρὸς ἀπάτην ἀπωλείας τὰ κώιδια. Ως οὐρανόθεν γὰρ ὁ ἐπίληπτος καὶ τὰ ἐκεῖσε δια τετυπωμένα ἐπιστάμενος προφανῶς οὐ μόνον προοῦσαν, ἀλλὰ καὶ προημαρτηκέναι τὴν ψυχὴν λέγει. Ἀποδέδεικται τοίνυν διά τε τῆς θείας γραφῆς καὶ τῶν ἁγίων πατέρων ὅτι οὐδὲ τῆ τῶν Χριστιανῶν ἀληθινῆ πίστει οὐδὲ τῶ ὀρθῶ λόγω συμβαίνουσιν αἱ τῶν αἱρετικῶν περὶ προϋπάρξεως ψυχῶν φαντασίαι. Καὶ τοῦτο δὲ πρὸς τοῖς ἄλλοις τὴν Ὡριγένους παρίστησιν ἄνοιαν, τὸ λέγειν τὸν οὐρανὸν καὶ τὸν ἥλιον καὶ τὴν σελήνην καὶ τοὺς ἀστέρας καὶ τὰ ὕδατα τὰ ἐπάνω τῶν οὐρανῶν ἔμψυχα καὶ λογικάς τινας εἶναι δυνάμεις. Ταῦτα δὲ σαφῶς ἀπαγορεύει καὶ ὁ ἐν ἁγίοις Βασίλειος ἐν τῶ τρίτω λόγω τοῦ ὑπομνήματος τῆς ἑξαημέρου λέγων κατὰ τῶν Ὡριγένους δογμάτων [...] Δεῖ δὴ προσέχειν τοὺς ἀκροατὰς ὅτι τῶ εἰπεῖν τὸν πατέρα πρὸς τοὺς ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας ἐστί τις ἡμῖν λόγος περὶ Ὡριγένους διαλέγεται τῆς τοῦ θεοῦ χάριτος καὶ τῆς ἁγίας τοῦ θεοῦ ἐκκλησίας ἀπελαθέντος καὶ τῶν ὁμοφρόνων ἐκείνω· οὐ γὰρ εἶπε· "πρὸς τοὺς ἐν τῆ ἐκκλησία", ἀλλά "πρὸς τοὺς ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας ἡμῖν" ἐστί τις λόγος. Καὶ διὰ μὲν τοῦ εἰπεῖν "ἡμῖν" τοὺς τῆς ἐκκλησίας ἐδήλωσε, διὰ δὲ τοῦ ἀπό τοὺς ταύτης ἀποπεσόντας ἐσήμανεν. Ἓν δὲ καὶ μόνον τῶ δυσσεβεῖ Ὡριγένει σπούδασμα γέγονε τὸ τὴν Ἑλληνικὴν πλάνην κρατῦναι καὶ ταῖς τῶν σαθροτέρων ψυχαῖς ζιζάνια ἐγκατασπεῖραι. Δι΄ ὃ κἀ κεῖνο τὸ γέλωτος μὲν ἄξιον, παρ΄ αὐτοῦ δὲ ὅμως εἰρημένον περὶ τῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως προσθεῖναι συνείδομεν. Λέγει γὰρ ὅτι ἐν τῆ ἀναστάσει σφαιροειδῆ ἐγείρονται τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων. Ω τῆς ἀνοίας καὶ ἀμαθίας τοῦ φρενοβλαβοῦς τούτου καὶ τῶν Ἑλληνικῶν δογμάτων ἐξηγητοῦ. Όστις τυφλώττων τὴν διάνοιαν καὶ τῆ τῶν Χριστιανῶν πίστει μύθους ἐπιμεῖξαι σπουδάσας αὐτὴν τὴν τῶν Χριστιανῶν ἐλπίδα τε καὶ σωτηρίαν, τουτέστι τὴν ἐπηγγελμένην ἡμῖν ἀνάστασιν, ἐσπούδασεν ἐνυβρίσαι μηδὲ τὴν τοῦ κυρίου ἀνάστασιν ἐντρεπόμενος. [...] καὶ τούτων πολλῶ χείρους βλασφημίας ὁ δυσσεβὴς Ὡριγένης ἐκθέμενος εἰκότως ἐν τῶ καιρῶ τοῦ μαρτυρίου τὸν μὲν Χριστὸν ἀπηρνήσατο, τῆ δὲ παρ΄ αὐτοῦ εἰσαγομένη Ἑλληνικῆ πολυθεΐα προσεκύνησε. Καὶ τοῦτο δὲ κατὰ θεοῦ γέγονε πρόνοιαν, ἵνα μὴ ἀντὶ μάρτυρος ἐν τῆ ἐκκλησίαι δεχθῆ καὶ ἐντεῦθεν τῆ ποίμνη τοῦ Χριστοῦ βλάβη προσγένηται. [...] Ὡριγένης δὲ ὁ δυσσεβὴς τὰς ἑαυτοῦ βλασφημίας οὐ μέχρις ἑαυτοῦ ἔστησεν͵ ἀλλὰ διὰ τῶν ἰδίων συγγραμμάτων καὶ εἰς πολλοὺς ἑτέρους τὴν οἰκείαν πλάνην παρέπεμψεν, ὥστε πάνυ ἐπ΄ αὐτῶ ἁρμοδίαν εἶναι τὴν τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Παύλου φωνὴν λέγουσαν ὅτι τινῶν μὲν αἱ ἁμαρτίαι πρόδηλοί εἰσι προάγουσαι εἰς κρίσιν, τισὶ δὲ καὶ ἐπακολουθοῦσιν. Η γὰρ διαδοχὴ τῆς πλάνης αὐτοῦ ἐν ταῖς τῶν σαθροτέρων ἕρπουσα ψυχαῖς δίδωσιν ἀκολουθεῖν αὐτῶ τὰς ἐξ ἀρχῆς ὑπ΄ αὐτοῦ γενομένας ἁμαρτίας. Ως γὰρ οὐκ ἐξαρκούσης τοῖς τὰ Ὡριγένους δοξάζουσι τῆς περὶ προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν ἀσεβείας καὶ τῶν ἄλλων αὐτοῦ ματαιολογιῶν καὶ τῶν περὶ τῆς ἁγίας τριάδος βλασφημιῶν, καὶ τοῦτο τῆ οἰκεία προστιθέασι πλάνη ἐκ τῶν ἐκείνου διεστραμμένων ὁδηγούμενοι λόγων τὸ λέγειν ὅτι πάντων ἀσεβῶν ἀνθρώπων καὶ πρός γε δαιμόνων ἡ κόλασις πέρας ἔχει καὶ ἀποκατασταθήσονται ἀσεβεῖς τε καὶ δαίμονες εἰς τὴν προτέραν αὐτῶν τάξιν. Ταῦτα δὲ λέγοντες ῥαθύμους μὲν ποιοῦσι τοὺς ἀνθρώπους περὶ τὸ πληροῦν τὰς ἐντολὰς τοῦ θεοῦ, τῆς στενῆς καὶ τεθλιμμένης ὁδοῦ ἀποτρέποντες καὶ πρὸς τὴν πλατεῖαν καὶ εὐρύχωρον ἀποπλανῶντες· ἐναντιοῦνται δὲ καθάπαξ καὶ τοῖς παρὰ τοῦ μεγάλου θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ λεγομένοις. αὐτὸς γὰρ ἐν τῶ ἁγίω εὐαγγελίω διδάσκει ὡς οἱ μὲν ἀσεβεῖς ἀπελεύσονται εἰς κόλασιν αἰώνιον͵ οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον. Καὶ πάλιν λέγει τοῖς μὲν ἐκ δεξιῶν· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου· τοῖς δὲ ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ΄ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῶι διαβόλωι καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. Φανερῶς οὖν τοῦ κυρίου διὰ τοῦ ἁγίου εὐαγγελίου ἀτελεύτητον τήν τε κόλασιν τήν τε βασιλείαν ἐπαγγελλομένου πρόδηλοι καθεστᾶσιν οὗτοι τοὺς Ὡριγένους μύθους προτιμῶντες τῶν τοῦ κυρίου ἀποφάσεων. ὅπουγε κἀκεῖθεν αὐτῶν ἡ ἄνοια διελέγχεται. Εἰ γάρ τις κατὰ τοὺς ἐκείνου λήρους ὑπόθοιτο πέρας ἔχειν τὴν κόλασιν, ἀνάγκη τὸν τοι οῦτον καὶ τῆ ἐπηγγελμένη τοῖς δικαίοις αἰωνία ζωῆ τέλος ἐπιθεῖναι· ἐξ ἴσης γὰρ ἐπ΄ ἀμφοτέρων τὸ αἰώνιον κεῖται. Καὶ εἴπερ πέρας ἔχει κόλασίς τε καὶ ἀπόλαυσις͵ διὰ τί ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ; διὰ τί δὲ καὶ ἡ σταύρωσις καὶ ὁ θάνατος καὶ ἡ ταφὴ καὶ ἡ ἀνάστασις τοῦ κυρίου; ποῖον δὲ ὄφελος τοῖς τὸν καλὸν ἀγῶνα ἀγωνισα μένοις καὶ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρήσασιν͵ εἰ μέλλοιεν δαίμονές τε καὶ ἀσεβεῖς τὴν αὐτὴν τοῖς ἁγίοις τάξιν διὰ τῆς ἀποκαταστάσεως λαμβάνειν; ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἐπὶ τὰς ἐκείνων τραπείη κεφαλὰς τῶν ταῦτα μυθολογούντων· οἱ γὰρ τοῦ Χριστοῦ λόγοι διαμενοῦσιν ἀσάλευτοι ἐν ταῖς τῶν πιστῶν ψυχαῖς καὶ ἐν αὐτῆ τῆ τῶν πραγμάτων ἀληθείαι. Οἱ δὲ τὴν Ὡριγένους ἐκδικοῦντες κακοδοξίαν φεύγοντες τοὺς περὶ τούτων ἀρραγεῖς ἐλέγχους καὶ συγκρύπτειν τὴν ἑαυτῶν πλάνην βουλόμενοι τινὰς ῥήσεις ἐκ τῶν ἁγίων πατέρων κακῶς ἐκλαμβάνοντες καὶ πρὸς τὸν ἴδιον νοῦν παρερμηνεύοντες τῆι οἰκείαι προσαρμόζουσι νόσωι, ὅπερ ποιοῦσι καὶ ἐπὶ τῶν θείων γραφῶν. Ημεῖς δὲ ἐξ αὐτῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἀποδείξομεν ματαίους εἶναι καὶ τοὺς τοιούτους αὐτῶν λόγους. Λέγει τοίνυν ὁ ἐν ἁγίοις Γρηγόριος ὁ θεολόγος ἐν τῶ ἀπολογητικῶ λόγω τάδε ἡμῖν δὲ οἷς τὸ κινδυνευόμενόν ἐστι σωτηρία ψυχῆς τῆς μακαρίας τε καὶ ἀθανάτου καὶ ἀθάνατα κολασθησομένης ἢ ἐπαινεθησομένης διὰ κακίαν ἢ ἀρετήν, πόσον χρὴ δοκεῖν εἶναι τὸν ἀγῶνα καὶ ὅσης δεῖν τῆς ἐπιστήμης; Καὶ ὁ αὐτὸς αὖθις ἐν τῶ εἰς τὴν πληγὴν τῆς χαλάζης λόγω τάδε φησί. Τίς ψευδὴς ἀπολογία, ποία πιθανότης ἔντεχνος, τίς ἐπίνοια κατὰ τῆς ἀληθείας παραλογιεῖται τὸ δικαστήριον καὶ κλέψει τὴν ὀρθὴν κρίσιν τοῖς πᾶσι πάντα ἐν ζυγῶ τιθεῖσαν καὶ πρᾶξιν καὶ λόγον καὶ διανόημα καὶ ἀντισηκοῦσαν τοῖς πονηροῖς τὰ βελτίονα, ἵνα τὸ ῥέπον νικήση καὶ μετὰ τοῦ πλείονος ἡ ψῆφος γένηται, μεθ΄ ἣν οὐκ ἔφεσις, οὐ κριτὴς ὑψηλότερος, οὐκ ἀπολογία δι΄ ἔργων δευτέρων, οὐκ ἔλαιον παρὰ τῶν φρονίμων παρθένων ἢ τῶν πωλούντων ταῖς ἐκλειπούσαις λαμπάσιν, οὐ μεταμέλεια πλουσίου φλογὶ τηκομένου καὶ τοῖς οἰκείοις ἐπιζητοῦντος διόρθωσιν, οὐ προθεσμία μεταποιήσεως, ἀλλὰ καὶ μόνιμον καὶ τελευταῖον καὶ φοβερὸν τὸ κριτήριον καὶ δίκαιον πλέον ἢ ὅσον ἐπίφοβον, μᾶλλον δὲ διὰ τοῦτο καὶ φοβερώτερον, ὅτι δίκαιον, ἡνίκα θρόνοι τίθενται καὶ παλαιὸς ἡμερῶν προκαθέζεται καὶ βίβλοι ἀνοίγονται καὶ ποταμὸς πυρὸς ἕλκεται καὶ τὸ φῶς ἔμπροσθεν καὶ τὸ σκότος ἡτοιμασμένον καὶ πορεύονται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς τῆς ἐν Χριστῶ νῦν κρυπτομένης καὶ ὕστερον αὐτῶ συμφανερουμένης, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως, ἣν ἤδη παρὰ τοῦ κρίναντος αὐτοὺς λόγου οἱ μὴ πιστεύοντες κατεκρίθησαν. Καὶ τοὺς μὲν τὸ ἄφραστον φῶς διαδέχεται καὶ ἡ τῆς ἁγίας καὶ βασιλικῆς θεωρία τριάδος ἐλλαμπούσης τρανότερόν τε καὶ καθαρώτερον καὶ ὅλης ὅλωνοὶ μιγνυμένης, ἣν δὴ καὶ μόνην βασιλείαν οὐρανῶν ἐγὼ τίθεμαι· τοῖς δὲ μετὰ τῶν ἄλλων βάσανος, μᾶλλον δὲ πρὸ τῶν ἄλλων τὸ ἀπερρίφθαι θεοῦ καὶ ἡ ἐν τῶ συνειδότι αἰσχύνη πέρας οὐκ ἔχουσα». (Των κατ' Αίγυπτον και Αλεξάνδρειαν Επισκόπων Συνοδικής Επιστολής Κατά των Ωριγένους Δογμάτων)
    • Ο Βυζαντινός θεολόγος Μιχαήλ Ψελλός αναφέρεται στον Ωριγένη ως εξής: «Ἀδὰμ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος χειρὶ θεοῦ ἐπλάσθη· ἐκ γῆς ἀφθάρτου πέπλασται βουλῇ τοῦ παντεπόπτου, τὸ σῶμα δὲ σὺν τῇ ψυχῇ αὖθις ἀναλαμβάνει, οὐχὶ τὸ σῶμα πρότερον καὶ ὕστερον τὸ πνεῦμα͵ καθὼς ληρεῖ ὁ δυσσεβὴς καὶ ἄφρων Ὠριγένης, ἀλλ΄ ἅμα τὰ ἀμφότερα». (Μιχαήλ Ψελλός, Στίχοι εν Επιτομή περί της Εξαημέρου και εις την γέννησιν του Αδάμ και εις την Εξορίαν αυτού και την του Θεού προς αυτόν Κηδεμονίαν και περί του Αντιχρίστου 55.1-4)
  13. Αυτό το κάνει στο "Σχόλιο στο κατά Ματθαίο" 12.30, [1] όπου διδάσκει ότι "η επιστροφή του Χριστού σηματοδοτεί την αποκάλυψη του Εαυτού Του και της Θειότητάς Του σε όλη την ανθρωπότητα, με τρόπο που όλοι μπορούν να συμμετέχουν στη δόξα Του, στον βαθμό που δίνουν αυτό το δικαίωμα οι πράξεις του καθενός". Βλ. Larry V. Crutchfield, “Origen” in Dictionary of Premillennial Theology, ed. Mal Couch (Grand Rapids: Kregel, 1996), 289.
  14. Καθολική Εγκυκλοπαίδεια
  15. Αποστολικοί Κανόνες, Patrologia Graeca J. P. Migne, τόμος 137, σελ. 85, κανών κβ΄.
  16. Ωριγένους, Των εις το κατά Ματθαίον εξηγητικών, τόμος ΙΕ΄, Patrologia Graeca, τόμ. 13, σελ. 1253 – 1265.
  17. Β.Ε.Π. 18,255 «Τοῦ ἁγίου Πέτρου ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας καὶ μάρτυρος ἐκ τοῦ μὴ προϋπάρχειν τὴν ψυχὴν τοῦ σώματος». 
  18. Β.Ε.Π. 18, 111-175 «Περὶ ἀναστάσεως». 
  19. Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου (Καλαμαρά), Η Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος, (1985) σελ. 612-613. 
  20. Φειδά Βλασίου, Εκκλησιαστική Ιστορία Α’, (1994) σελ. 542-552. 
  21. Φειδά Βλασίου, Εκκλησιαστική Ιστορία Α’, (1994) σελ. 694-701. 
  22. Το Γράμμα αυτό σώζεται στο «Χρονικόν» του Γεωργίου Μοναχού ή Αμαρτωλού και δημοσιεύεται στην Patrologia Graeca, τόμος 110, σελ. 780-784

Προτεινόμενη βιβλιογραφία

  • Beck Η. G., Η Βυζαντινή Χιλιετία, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2000.
  • Clark Elizabeth A., The Origenist Controversy, Princeton University Press, Princeton 1992.
  • Danielou Jean, Origen, trans. Walter Mitchell, εκδ. Sheed & Ward, New York 1955.
  • Guillou Α., Ο Βυζαντινός Πολιτισμός, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998.
  • Jordan, Martin, «Το γεφύρωμα αρχαίων φιλοσοφικών αντιλήψεων και χριστιανικών αληθειών από τον Ωριγένη», Εποπτεία, 98 (1985), σελ. 159-166.
  • Lienhard Joseph, "Origen as Homilist" στο David G. Hunter (ed.), Preaching in the Patristic Age: Studies in Honor of Βurghardt Walter J., Paulist Press, New York 1989.
  • Linner S., Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, Γκοβόστης, Αθήνα 1999.
  • MacGregor Geddes, Dictionary of Religion and Philosophy, Paragon House, New York 1989.
  • Trigg Joseph W., Origen, Early Church Fathers, Routledge, New York 1998.
  • Δημητρίου Μακρυγιάννη, Η Αποκατάσταση του Ωριγένη, Εκδόσεις Πνευματιστικού Ομίλου Αθηνών, Αθήνα 2008.
  • Στυλιανός Παπαδόπουλος, Πατρολογία, Τομ. Α', εκδ. Παρουσία, Αθήνα 1997, σελ. 393-422.
  • Ιωάννης Πήλιουρης, "Ωριγένης και Κέλσος: Το πρόβλημα μιας θεολογικής και φιλοσοφικής μεθοδολογίας. Μελέτη στις σχέσεις της χριστιανικής θεολογίας με την αρχαιοελληνική φιλοσοφία", περ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, 826 (2009), σελ. 65-134 (Α' μέρος).
  • Ιωάννης Πήλιουρης, "Ωριγένης και Κέλσος: Το πρόβλημα μιας θεολογικής και φιλοσοφικής μεθοδολογίας. Μελέτη στις σχέσεις της χριστιανικής θεολογίας με την αρχαιοελληνική φιλοσοφία", περ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, 827 (2009), σελ. 181-265 (Β' μέρος).
  • Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τομ. Β'. εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 805-883.

Δικτυακοί τόποι