Εντομοκτόνο

Σύγχρονο οικιακής χρήσεως εντομοκτόνο σε μορφή σπρέι

Εντομοκτόνο ονομάζεται οποιαδήποτε τοξική ουσία χρησιμοποιείται για την εξόντωση των εντόμων. Τα εντομοκτόνα χρησιμοποιούνται κυρίως για να εξοντώνουν έντομα τα οποία έχουν καταστροφικές συνέπειες στις καλλιέργειες ή να καταπολεμούν έντομα τα οποία είναι φορείς ασθενειών επικίνδυνων για την ατομική αλλά και τη δημόσια υγεία.[1]

Διάκριση των εντομοκτόνων

Η ευρύτερη διάκριση των εντομοκτόνων είναι σε φυσικά εντομοκτόνα, ουσίες που απαντούν στη Φύση και εμφανίζουν δράση που αναστέλλει τις δραστηριότητες ή την καταστροφικότητα των εντόμων στις καλλιέργειες και στα δήγματα κατά ανθρώπων ή ζώων ή μπορούν να τα σκοτώνουν έμμεσα, και σε συνθετικά εντομοκτόνα, τα οποία κατασκεύασε ο άνθρωπος και συνήθως φονεύουν τα έντομα.[2]

Μια άλλη διάκριση των εντομοκτόνων είναι σε εντομοκτόνα γεωργικής / κτηνοτροφικής χρήσεως και σε εντομοκτόνα οικιακής χρήσεως, κατηγορίες που ορισμένες φορές είναι επικαλυπτόμενες.

Μια επιπλέον διάκρισή τους βασίζεται στη χημική τους σύσταση, την τοξικολογική τους δράση αλλά και τον τρόπο δράσης τους. Στην περίπτωση αυτή ταξινομούνται ανάλογα με το αν δρουν στο πεπτικό σύστημα, στο αναπνευστικό ή διεισδύουν μέσω επαφής με το σώμα (εντομοκτόνα επαφής). Τα περισσότερα συνθετικά εντομοκτόνα δρουν και με τους τρεις τρόπους και γι' αυτό προτιμάται η διάκρισή τους ανάλογα με τη χημική τους σύσταση. Εκτός από τα οργανικά συνθετικά εντομοκτόνα, υπάρχουν και φυσικά οργανικά αλλά και ανόργανα, όπως το βορικό οξύ, το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2) και το στερεό θείο. Τα περισσότερα εντομοκτόνα είτε ψεκάζονται στα φυτά είτε επιπάσσονται (υπό μορφή σκόνης) απευθείας στα φυτά είτε στη διαδρομή που ακολουθούν για να φθάσουν ως αυτά (έρποντα έντομα).[1]

Σύντομο ιστορικό

Κρεβάτι με κουνουπιέρα

Οι ανθρωπίδες εμφανίστηκαν στη Γη περίπου πριν από 3 εκατομ. χρόνια, σε αντίθεση με τα έντομα, τα οποία εμφανίστηκαν πριν περίπου 250 εκατ. χρόνια. Στους πρώτους ανθρώπους η δράση των εντόμων δεν επηρέαζε τις καλλιέργειες, που άλλωστε δεν υπήρχαν, επηρέαζε όμως την καθημερινή τους ζωή, καθώς τα έντομα είναι και ενοχλητικά και φορείς πολλών και ποικίλων ασθενειών. Ως τρόπους αντιμετώπισης οι πρωτόγονοι άνθρωποι χρησιμοποίησαν τις μεγάλες φωτιές με πολύ καπνό, που απωθούσε τα έντομα, αλλά και την επικάλυψη του σώματός τους με λάσπη ή σκόνη, όπως κάνουν σήμερα για τον ίδιο λόγο οι χοίροι και οι ελέφαντες. Αυτού του τύπου τα εντομοκτόνα σήμερα κατατάσσονται στα εντομοαπωθητικά.[2] Ακόμη και σήμερα χρησιμοποιούνται, επίσης, καλύμματα κρεβατιών με λεπτό διάφανο ύφασμα, κυρίως σε κούνιες βρεφών ή μικρών παιδιών αλλά και σε περιοχές με πολλά ιπτάμενα έντομα, που παρεμποδίζουν την είσοδο ιπτάμενων εντόμων και αποκαλούνται "κουνουπιέρες".

Όταν σημειώθηκε η "αγροτική επανάσταση", δηλαδή οι άνθρωποι άρχισαν να καλλιεργούν τη γη διαπίστωσαν ότι πολλές φορές η συγκομιδή υφίστατο ζημιές ή μεγάλες καταστροφές από επιδρομές εντόμων. Ως πρώτο εντομοκτόνο χρησιμοποιήθηκε το φυσικό θείο, το οποίο επιπασσόταν σε μορφή σκόνης επάνω στα φύλλα των φυτών - αναφέρεται χρήση του από τους Σουμερίους ήδη από το 4500 π.Χ. Πολύ αργότερα άρχισαν να χρησιμοποιούνται τοξικές ουσίες, όπως το αρσενικό και ενώσεις του υδραργύρου και του μολύβδου. Στην Κίνα οι καλλιεργητές χρησιμοποίησαν άλλα έντομα, όπως μυρμήγκια για να εκδιώξουν τα βλαβερά, ενώ σε όλες τις περιοχές προσπαθούσαν να διώξουν τις ακρίδες κάνοντας ισχυρό θόρυβο.[3] Τον 17ο αιώνα χρησιμοποιήθηκε η νικοτίνη που εξαγόταν από τα φύλλα του καπνού, ενώ τον 19ο αιώνα γενικεύτηκε η χρήση του πύρεθρου (γνωστού από πολύ παλαιότερα), εντομοκτόνου ουσίας που παράγεται από το χρυσάνθεμο, και ανακαλύφθηκε η ροτενόνη που εξάγεται από τις ρίζες ορισμένων τροπικών φυτών.

Β' Παγκόσμιος Πόλεμος: Στρατιώτης ψεκάζει συνάδελφό του με DDT για να εξοντώσει παρασιτικά έντομα

Το 1874 συντέθηκε για πρώτη φορά το DDT (διχλωροδιφαινυλοτριχλωροαιθάνιο), του οποίου όμως οι εντομοκτόνες ιδιότητες παρέμειναν άγνωστες μέχρι το 1939. Τις εντομοκτόνες ιδιότητες του DDT ανακάλυψε ο Ελβετός χημικός Πάουλ Χέρμαν Μύλλερ (Paul Hermann Müller), ο οποίος το 1948 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ για τη Φυσιολογία και την Ιατρική γι' αυτή του την ανακάλυψη[4]. Το DDT χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα για την καταπολέμηση των εντόμων (φορέων) που μετέδιδαν την ελονοσία και τον τύφο κατά το δεύτερο ήμισυ του Β' Παγκοσμίου Πολέμου από τις συμμαχικές δυνάμεις, ενώ από το 1945 και ύστερα κυκλοφόρησε και για αγροτική - οικιακή χρήση[5]. Στην Ελλάδα έγινε περισσότερο γνωστό ως "φλιτ". Αντίστοιχα οι Γερμανοί είχαν εφεύρει εντομοκτόνο για την προστασία των καλλιεργειών από τα έντομα, την απεντόμωση χώρων, όπως αποθήκες και μαζικά μέσα μεταφοράς, αλλά και την απολύμανση ρούχων από παρασιτικά έντομα όπως οι ψείρες, οι κοριοί και τα τσιμπούρια. Το ονόμασαν Κυκλώνα Β (Zyklon B). Το εντομοκτόνο αυτό, το οποίο είχε ως βάση το υδροκυάνιο, αλλά κυκλοφορούσε σε στερεή μορφή που εξαχνωνόταν, ήταν τοξικό για όλους τους ζωικούς οργανισμούς γι' αυτό και κυκλοφορούσε στο εμπόριο με ισχυρή και χαρακτηριστική οσμή, ώστε να αποφεύγεται η εισπνοή του. Στην χωρίς την προειδοποιητική οσμή έκδοσή του ("ohne Warnstoff") οι Ναζί το χρησιμοποίησαν ως δηλητηριώδη ουσία στους θαλάμους αερίων των ναζιστικών στρατοπέδων εξόντωσης.[6]

Μετά τη χρήση του DDT γενικεύτηκε η χρήση των οργανοχλωριούχων εντομοκτόνων. Ωστόσο, έρευνες για το DDT και την επίδρασή του στην ανθρώπινη υγεία είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1940, αλλά ελάχιστη σημασία δόθηκε στα αποτελέσματα των ερευνών αυτών. Μόλις το 1950 η κυβέρνηση στις ΗΠΑ άρχισε να εξετάζει τη λήψη μέτρων κατά της αλόγιστης χρήσης του, η οποία είχε οδηγήσει όχι μόνο στον περιορισμό της αποτελεσματικότητάς του, αλλά και σε περιβαλλοντικά προβλήματα και σε επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία.[7] Το 1955 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ξεκίνησε παγκόσμια εκστρατεία κατά της ελονοσίας βασιζόμενος κυρίως στο DDT, για να καταπολεμήσει τα κουνούπια - φορείς της νόσου. Το 1957, όμως, στις ΗΠΑ οι Τάιμς της Νέας Υόρκης δημοσίευσαν ένα άρθρο για την ανεπιτυχή προσπάθεια περιορισμού της χρήσης του DDT στην κομητεία Νάσαου της Νέας Υόρκης. Το άρθρο αυτό τράβηξε την προσοχή της βιολόγου - συγγραφέως Ρέιτσελ Κάρζον (Rachel Carson), την οποία ο εκδότης των Τάιμς ενθάρρυνε να γράψει ένα άρθρο πάνω στο θέμα. Η Κάρζον άρχισε να γράφει το άρθρο, το οποίο τελικά κατέληξε στο περίφημο βιβλίο της "Η σιωπηλή άνοιξη" (Silent Spring, 1962). Στο βιβλίο αυτό η Κάρζον καταφερόταν - με επιχειρήματα - εναντίον όλων των εντομοκτόνων (περιλαμβανομένου και του DDT) και των φυτοφαρμάκων, καθώς προκαλούσαν περιβαλλοντικά προβλήματα, κατέστρεφαν τη Φύση και δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα στην ανθρώπινη υγεία. Το βιβλίο αυτό αποτέλεσε το έναυσμα του περιβαλλοντικού κινήματος στις ΗΠΑ. Ο τότε πρόεδρος Τζων Κέννεντυ συνέστησε μια επιτροπή διερεύνησης του προβλήματος, η οποία κατέληξε σε συμπεράσματα σχεδόν ίδια με αυτά της Κάρζον. Ως αποτέλεσμα, η αμερικανική Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος (EPA) απαγόρευσε τη χρήση του DDT και, ύστερα από αρκετές δικαστικές διαμάχες, η απαγόρευση οριστικοποιήθηκε το 1973 με απόφαση του εφετείου της περιφέρειας της Κολούμπια (District of Columbia).

Τύποι συνθετικών εντομοκτόνων

Οργανοχλωριούχες ενώσεις

Πρόκειται για ενώσεις που προκύπτουν από οργανικά μόρια στα οποία προστίθεται, με χημική αντίδραση, χλώριο. Έχουν ισχυρή επίδραση στα έντομα, αλλά το μεγάλο τους περιβαλλοντικό μειονέκτημα είναι ότι η επίδρασή τους είναι συνεχής για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το Lindane, για παράδειγμα, παραμένει ενεργό ακόμη και μετά την πάροδο αρκετών ετών. Ως συνέπεια, η χρήση τους είναι σε μεγάλο βαθμό απαγορευμένη, καθώς αποτελούν ισχυρό περιβαλλοντικό κίνδυνο. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τα προϊόντα με τις εμπορικές ονομασίες:

  • Lindane (εξαχλωροκυκλοεξάνιο, ονομασία κατά IUPAC γ- 1α,2α,3β,4α,5α,6β εξαχλωροκυκλοεξάνιο)
  • DDT
  • Chlordane (1,2,4,5,6,7,8,8-οκταχλωρο-2,3,3α,4,7,7α-εξαϋδρο-4,7-μεθανοϊνδένιο)[8]
  • Chlorobenzilate (ιδιαίτερα τοξικό για υδρόβιους οργανισμούς, δεν χρησιμοποιείται πλέον)
  • Methoxychlor (προκαλεί προβλήματα σε ζώα και ανθρώπους, απαγορευμένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το 2002 και στις ΗΠΑ από το 2003)
  • Κυκλοδιένια (aldrin, dieldrin, chlordane, ό.π., heptachlor, endrin)[1] Εμφανίστηκαν μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα περισσότερα από αυτά έχουν ισχυρή παραμένουσα δράση τόσο επί του εδάφους όσο και στις ηλιακές ακτινοβολίες. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκαν κυρίως επί ερπόντων εντόμων και των νυμφών τους που αναπτύσσονται στις ρίζες των φυτών, κυρίως των τερμιτών. Η δράση τους είναι από τις πλέον μακροσκελείς χρονικά - ξύλα που είχαν επικαλυφθεί με chlordane παρέμειναν απρόσβλητα από τερμίτες ακόμη και μετά από 60 έτη. Η μακρά παραμένουσα δράση τους σε συνδυασμό με τα προβλήματα που δημιουργούν στο περιβάλλον και την ανοχή που ανέπτυξαν απέναντί τους αρκετά είδη εντόμων οδήγησαν στην απαγόρευση χρήσης τους από την EPA το 1975 - 80 και την ολοσχερή απαγόρευσή τους, ακόμη και ως τερμιτοκτόνων, το 1984-88. Η δράση τους εντοπίζεται σε μηχανισμούς του νευρικού συστήματος.[2]

Οργανοφωσφορικές ενώσεις

Αποτελούν σήμερα την πλέον διαδεδομένη και με πολλαπλές εφαρμογές κατηγορία εντομοκτόνων. Αποτελούν παράγωγα οργανικών ενώσεων, στα οποία έχει προστεθεί (με χημική αντίδραση) φωσφόρος. Τα γνωστότερα εντομοκτόνα αυτής της κατηγορίας είναι το παραθείο και το μαλαθείο. Είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά εναντίον των μυζητικών εντόμων, όπως η αφίδα (μελίγκρα) και τα ακάρεα, τα οποία τρέφονται απομυζώντας τους χυμούς των φυτών. Συνήθως είτε επιπάσσονται ή ψεκάζονται σε διάλυμα απευθείας επάνω στα φυτά ή ρίπτονται γύρω από τις ρίζες ώστε να απορροφηθούν από αυτά. Έχουν μικρή υπολειμματική δράση, παρά το ότι είναι πολύ περισσότερο τοξικά σε σχέση με τα χλωροπαράγωγα. Τα οργανοφωσφορικά εντομοκτόνα φονεύουν τα έντομα καταστρέφοντας το ένζυμο χολινεστεράση, το οποίο είναι απαραίτητο για τη λειτουργία του νευρικού τους συστήματος.[1]

Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τα προϊόντα με τις εξής ονομασίες:

  • Chlorpyrifos: Εμπειρική ονομασία. Στο εμπόριο κυκλοφορεί ως Brodan, Detmol UA, Dowco 179, Dursban, Empire, Eradex, Lorsban, Paqeant, Piridane, Scout, Stipend.
  • Chlorpyrifos-methyl: Μεθυλιωμένο παράγωγο του ανωτέρω
  • Diazinon: Απαγορευμένο για οικιακή χρήση στις ΗΠΑ από το 2004, επιτρέπεται για αγροτική χρήση
  • Dichlorvos: Εμφανίζει ισχυρή δράση, δεν απαγορεύτηκε αν και εξετάστηκε κάτι παρόμοιο το 1981, αλλά σε μελέτη του 2010 διαγνώστηκε πως σε αυξημένη περιεκτικότητα στα ούρα πιθανόν να ευθύνεται για τη διαταραχή ελλειμματικής προσοχής - υπερδραστηριότητας στα παιδιά.
  • Pirimiphos-methyl: Αναπτύχθηκε το 1967 και προστίθεται συνήθως ως εντομοκτόνος ουσία σε χρώματα εσωτερικών και εξωτερικών τοίχων)
  • Fenitrothion: Σχετικά ουδέτερο εντομοκτόνο, κατάλληλο και για γεωργική και για οικιακή χρήση, καταπολεμά έρποντα και ιπτάμενα έντομα. Χρειάζεται προσοχή στη δοσολογία του, καθώς επηρεάζει τα πτηνά και έχει επίδραση στις άλγες, παρεμποδίζοντας την ανάπτυξή τους σε μεγάλες δόσεις. Είναι κατά πολύ λιγότερο τοξικό από το παραθείο.
  • Παραθείο: Παρασκευάστηκε από τη ναζιστική IG Farben το 1940. Πρόκειται για ιδιαίτερα τοξική ουσία, η οποία δεν καταπολεμά μόνον έντομα αλλά έχει ισχυρά δηλητηριώδη δράση σε όλους τους ζωικούς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου. Κατατάσσεται τόσο από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας όσο και από την Υπηρεσία Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών ως "ιδιαίτερα επικίνδυνο", καθώς προκαλεί θάνατο στις μέλισσες και θανατώνει πτηνά, ψάρια και άλλες μορφές άγριας ζωής. Για τους λόγους αυτούς έχει αντικατασταθεί από λιγότερο τοξικά εντομοκτόνα, ιδιαίτερα το μαλαθείο. Χρησιμοποιήθηκε επίσης ως Πολεμική Χημική Ουσία (ΠΧΟ) κατά τον πόλεμο της Ροδεσίας (1964 - 1979)[9]
  • Μαλαθείο: Είναι από τα πρώτα οργανοφωσφορικά εντομοκτόνα (κατασκευάστηκε το 1950) και είναι ιδιαίτερα κατάλληλο για μυζητικά έντομα, καθώς καταπολεμά αφίδες και ακάρεα αλλά και για ιπτάμενα έντομα (μύγες, κουνούπια) και για έρποντα (κατσαρίδες). Χρησιμοποιείται επίσης για την καταπολέμηση εντόμων που παρασιτούν σε ανθρώπους και ζώα, όπως ψείρες και τσιμπούρια. Χρησιμοποιείται ευρέως, υπό διάφορες μορφές, και σήμερα.[8]

Καρβαμικά παράγωγα

Είναι σχετικά πρόσφατη κατηγορία εντομοκτόνων, περιλαμβάνοντας προϊόντα όπως το καρβαμύλιο, το μεθομύλιο και το καρβοφουράνιο (εμπορική ονομασία Furadan), καρβαρύλιο (εμπορική ονομασία Sevin, το πρώτο της κατηγορίας που κατασκευάστηκε το 1956)[2], το αρκετά διαδεδομένο "Bendiocarbamate", ενώ σε αυτά ανήκει και το εντομοαπωθητικό ικαριδίνη (Icaridin). Είναι παράγωγα του καρβαμικού οξέος (NH2COOH) Έχουν τα πλεονεκτήματα ότι δρουν εναντίον μεγάλου φάσματος εντόμων ενώ έχουν πολύ χαμηλή παραμένουσα δράση και δεν συσσωρεύονται στους ζωικούς ιστούς.[1] Πιστεύεται ότι ο μηχανισμός δράσης τους είναι παρόμοιος με αυτόν των οργανοφωσφορικών ενώσεων, δηλ. αναστέλλουν το ένζυμο χολινεστεράση, αν και σε μικρότερο βαθμό.[10] Η δράση τους περιορίζεται όταν το περιβάλλον είναι αλκαλικό.[8]

Φορμαμιδίνες

Σχετικά μικρή ομάδα εντομοκτόνων, αναπτύχθηκε για την καταπολέμηση εντόμων που είχαν αποκτήσει ανθεκτικότητα απέναντι τόσο στα οργανοφωσφορικά όσο και στα καρβαμικά εντομοκτόνα. Κυκλοφορούν τρεις τύποι, το chlordimeform (εμπορικές ονομασίες Galecron, Fundal), έχει πλέον αποσυρθεί στις ΗΠΑ, το formetanate (εμπορική ονομασία Carzol) και το amitraz (εμπορικές ονομασίες Mitac, Ovasyn).[2]

Δινιτροφαινόλες

Προέρχονται από το βασικό μόριο της δινιτροφαινόλης. Η δινιτροφαινόλη είναι τοξική τόσο για τα έντομα όσο και για τα αυγά τους, τους μύκητες και ορισμένα ζιζάνια. Κυκλοφόρησαν για μικρό χρονικό διάστημα αλλά όταν διαπιστώθηκε ότι η παραμένουσα δράση τους ήταν μακροχρόνια, αποσύρθηκαν όλα.[2]

Λοιπές κατηγορίες

Ως εντομοκτόνα χρησιμοποιούνται, επίσης, και οι εξής κατηγορίες οργανικών ενώσεων:[2]

  • Νικοτινοειδή: Σε αναλογία με τα πυρεθροειδή (βλ. κατωτέρω) είναι ενώσεις που προσομοιάζουν με τη φυσική νικοτίνη (η οποία στο παρελθόν είχε χρησιμοποιηθεί ως εντομοκτόνο αλλά λόγω υψηλής τοξικότητας η χρήση της απαγορεύτηκε).
  • Σπινοσύνες: Η πλέον πρόσφατη εφεύρεση στον τομέα των εντομοκτόνων, παράγονται από το βακτήριο Saccharopolyspora spinosa και το ενεργό συστατικό τους αναφέρεται ως "spinosad". Έχουν το πλεονέκτημα να συνδυάζουν τις εντομοκτόνες ιδιότητες ενός συνθετικού και ενός "βιολογικού" εντομοκτόνου. Το εναιώρημα spinosad έλαβε έγκριση για την απαλλαγή του τριχωτού της κεφαλής από τις ψείρες από τον Εθνικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ.[11]
  • Πυρρόλες
  • Πυραζόλες
  • Πυριδαζινόνες
  • Κιναζολίνες
  • Βενζοϋλουρίες

Ημισυνθετικά εντομοκτόνα

Πυρεθρίνες

Οι πυρεθρίνες Ι και ΙΙ είναι εστέρες του χρυσανθεμικού οξέος[12] με κοινό "πυρήνα" το κυκλοπεντάνιο. Απαντώνται ως συστατικά στο διαδεδομένο φυτό χρυσάνθεμο (Chrysanthemum cinerariaefolium) ή πύρεθρο, το οποίο αποτελεί σήμερα βιομηχανικά καλλιεργούμενο φυτό προκειμένου να ληφθούν από αυτό οι πυρεθρίνες. Γενικά οι πυρεθρίνες θεωρούνται από τα πλέον αβλαβή εντομοκτόνα, αλλά δεν πρέπει να συγχέονται με τα πυρεθροειδή, τα οποία είναι συνθετικά παράγωγά τους.[13] Οι πυρεθρίνες χρησιμοποιούνται επί 100 και πλέον χρόνια και ο μηχανισμός δράσης τους είναι να εμποδίζουν την έξοδο ιόντων νατρίου από τα νευρικά κύτταρα των εντόμων, προκαλώντας απότομες νευρικές ώσεις που τελικά οδηγούν στον θάνατό τους. Καταπολεμούν κουνούπια, μύγες, ψείρες, ψύλλους και τσιμπούρια. Είναι ενώσεις που υδρολύονται εύκολα από τα υγρά του στομάχου κι έτσι εμφανίζουν χαμηλή τοξικότητα, ενώ σπάνια επηρεάζουν κατοικίδια ζώα.[14] Σχεδόν πάντα συνδυάζονται με βουτοξείδιο του πιπερονυλίου, συνεργό ουσία, η οποία αποτρέπει την υδρόλυση των πυρεθρινών από τα στομαχικά υγρά των εντόμων και χωρίς την οποία η εντομοκτόνος δράση τους περιορίζεται σημαντικά. Οι πυρεθρίνες δεν είναι εν γένει τοξικές για τον άνθρωπο - αν και δεν έχουν γίνει επισταμένοι έλεγχοι - ή τα πτηνά, είναι όμως επικίνδυνες για τα ψάρια, μολονότι υδρολύονται σχετικά εύκολα και επηρεάζονται, επίσης, από την έντονη ηλιακή ακτινοβολία.[15] Οι πυρεθρίνες έχουν χαρακτηριστεί από το Τμήμα Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών ως "το ασφαλέστερο εντομοκτόνο για χρήση σε φυτά προς βρώση" ενώ "μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περιβάλλον όπου υπάρχουν φαγώσιμα". Δεν έχει, επίσης, αναφερθεί ποτέ περιστατικό καρκινογένεσης ή επίδρασης σε έμβρυα από τη χρήση τους.[15]

Πυρεθροειδή

Είναι συνθετικά παράγωγα με χημική σύσταση παρόμοια με αυτή των φυσικών πυρεθρινών, με τις οποίες όμως δεν πρέπει να συγχέονται. Σήμερα αποτελούν σημαντικό τμήμα της παραγωγής εντομοκτόνων, καθώς είναι, επίσης, και εντομοαπωθητικά, ενώ παρουσιάζουν σχετικά χαμηλή τοξικότητα για τους ανθρώπους, με συνέπεια να χρησιμοποιούνται ευρέως σε οικιακής χρήσεως εντομοκτόνα προϊόντα. Έχουν κατασκευαστεί περισσότερα από 1000 πυρεθροειδή, δεν χρησιμοποιούνται όμως παρά ελάχιστα, κυρίως η περμεθρίνη (εμπορική ονομασία Biomist), η ρεσμεθρίνη (εμπορική ονομασία Scourge) και η σουμιθρίνη (εμπορική ονομασία Anvil). Η εφαρμογή τους γίνεται συνηθέστερα με ψεκασμό και όταν επικαθήσουν σε επιφάνειες η συγκέντρωσή τους δεν είναι υψηλή, καθώς έχουν αραιωθεί με νερό ή ειδικό έλαιο. Επιπλέον έχουν την ιδιότητα να αποσυντίθενται με την επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας, με συνέπεια να παραμένουν ενεργά μόλις για μία έως δύο ημέρες. Δεν απορροφώνται από τις ρίζες των φυτών, καθώς σχηματίζουν χημικούς δεσμούς με το έδαφος, όπου και διασπώνται. Γι' αυτό και σπάνια αναμιγνύονται με το νερό των υδροφόρων οριζόντων ή μολύνουν πόσιμο νερό, ενώ υδρολύονται σχετικά εύκολα. Είναι, ωστόσο, ιδιαίτερα τοξικά για τα ψάρια και τις υδρόβιες μορφές ζωής.[16]

Αέρια εντομοκτόνα

Είναι ειδική κατηγορία εντομοκτόνων (fumigants) καθώς βρίσκονται σε αέρια μορφή σε κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος (θερμοκρασίες άνω του μηδενός). Συνήθως είναι βαρύτερα από τον αέρα και περιέχουν παράγωγα αλογόνων, όπως χλωρίου, βρωμίου και φθορίου ή είναι παράγωγα του υδροκυανίου όπως ο Κυκλώνας Β (σήμερα δεν χρησιμοποιείται πλέον κανένα παρόμοιο προϊόν λόγω ιδιαίτερα υψηλής τοξικότητας). Εκτός από τα έντομα εξοντώνουν και τα αυγά τους, καθώς και νηματώδεις σκώληκες αλλά και πολλούς μικροοργανισμούς. Χρησιμοποιούνται σε κτήρια, αποθήκες, θερμοκήπια ακόμη και σε συσκευασμένους ξηραμένους καρπούς ή σπόρους. Το πλέον διαδεδομένο εντομοκτόνο αυτής της κατηγορίας σήμερα είναι το μεθυλοβρωμίδιο ή βρωμομεθάνιο. Λόγω της υψηλής διεισδυτικότητάς τους και των περιβαλλοντικών επιβαρύνσεων που επιφέρουν, η χρήση τους έχει περιοριστεί σημαντικά από το 2000 και ύστερα. Ιδιαίτερα το βρωμομεθάνιο έχει ενοχοποιηθεί και για καταστροφή της οζονόσφαιρας.[2]

Οφέλη από τη χρήση εντομοκτόνων

Αεροψεκασμός καλλιέργειας με εντομοκτόνο

Η εμφάνιση των συνθετικών οργανικών εντομοκτόνων στα μέσα του 2ού αιώνα είχε ως συνέπεια τον αποτελεσματικότερο έλεγχο των εντόμων και η χρήση εντομοκτόνων στη γεωργία παραμένει πολύ σημαντική, παρά τα προβλήματα που δημιουργεί στο περιβάλλον. Με τα εντομοκτόνα αυξήθηκε η γεωργική παραγωγή, βελτιώθηκε η ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων και μειώθηκε το κόστος καλλιέργειας. Τα σύγχρονα εντομοκτόνα βοήθησαν την αύξηση της παραγωγής μέχρι και κατά 50% κατά την περίοδο 1945 - 1965.[1]

Σημαντική επίσης είναι η συμβολή των εντομοκτόνων στη βελτίωση της υγείας τόσο των ανθρώπων όσο και των εκτρεφομένων ζώων. Τα έντομα είναι φορείς πολλών ασθενειών: Τα κουνούπια ευθύνονται για τη μετάδοση της ελονοσίας και τη μετάδοση του ιού του Νείλου, του κίτρινου πυρετού, της εγκεφαλίτιδας των ίππων και της φιλαριάσεως. Μερικά είδη μυγών μεταδίδουν τη λεϊσμανίαση, τα τσιμπούρια την μπορρελίωση (νόσο του Lyme), οι ψύλλοι, οι κοριοί και οι ψείρες μεταδίδουν ποικίλες ρικετσιώσεις.[17] Ο έλεγχος των εντόμων που επιτεύχθηκε χάρη στη χρήση των εντομοκτόνων περιόρισε σημαντικά την εξάπλωση αυτών των ασθενειών σε πολλές περιοχές του κόσμου, ακόμη και σε επίπεδα πλήρους εξαφάνισης (όπως συνέβη με την ελονοσία στην Ελλάδα). Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας σχεδιάζει την υλοποίηση ενός προγράμματος για τον περιορισμό της ελονοσίας στην Αφρική, όπου παραμένει ως μείζων απειλή, μέχρι τα τέλη του 2011, χρησιμοποιώντας πυρεθροειδή για την εξόντωση των κουνουπιών που την μεταδίδουν.[18]


Περιβαλλοντικές επιδράσεις

Η χρήση των εντομοκτόνων είναι μεν ωφέλιμη για τη γεωργία και την υγεία, αλλά δεν πρέπει να γίνεται αλόγιστα και χωρίς τη συμβουλή ειδικών. Ο δάκος, για παράδειγμα, είναι ίσως ο σημαντικότερος παράγοντας κινδύνου στην ελαιοκαλλιέργεια, γι' αυτό σε όλες τις ελαιοπαραγωγές περιοχές πραγματοποιούνται ψεκασμοί για την εξόντωσή του.

Επίδραση στο φυσικό περιβάλλον

Τα εντομοκτόνα επηρεάζουν την άγρια ζωή είτε άμεσα είτε έμμεσα: Το εντομοκτόνο δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε έντομα και άλλα ζώα, με συνέπεια τις καταστροφικές επιδράσεις του να τις υφίστανται και άλλες μορφές ζωής, όπως, π.χ. τα πτηνά, τα οποία θα το εισπνεύσουν. Είναι, επίσης, πιθανόν άλλες μορφές ζωής να τραφούν από τμήματα του φυτού που έχουν ψεκαστεί με εντομοκτόνο ή να καταναλώσουν έντομα που έχουν υποστεί επίδραση εντομοκτόνου. Τα εντομοκτόνα υπό μορφή κόκκων είναι ιδιαίτερα επικίνδυνα για τα πτηνά. Ορισμένα πολύ τοξικά εντομοκτόνα εφαρμόζονται υπό μορφή κόκκων στις καλλιέργειες και τα πτηνά είναι πιθανόν να νομίσουν ότι οι κόκκοι αυτοί είναι τροφή ή πετραδάκια. Ελάχιστοι κόκκοι αν καταναλωθούν είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα προκαλέσουν θάνατο σε μικρού μεγέθους πτηνά. Είναι επίσης πιθανό οι άλλες μορφές ζωής να δηλητηριαστούν από τα υπολείμματα του εντομοκτόνου σε τροφές, όταν οι κόκκοι του διαλυθούν.[19] Αυτό είναι πιθανόν να έχει ακόμη σοβαρότερες συνέπειες, καθώς επηρεάζει άμεσα την τροφική αλυσίδα.

Τα εντομοκτόνα δεν κάνουν επίσης, όπως είναι φυσικό, διάκριση ανάμεσα σε ωφέλιμα και βλαβερά έντομα. Στις αρχές Μαρτίου πολλοί Αμερικανοί μελισσοκόμοι όταν πήγαν να επισκεφτούν τα μελίσσια τους, εν όψει της νέας περιόδου επικονίασης, τα βρήκαν είτε άδεια είτε με τις μέλισσές τους νεκρές σε ποσοστό 95%. Η ακριβής αιτία αυτού του φαινομένου είναι ακόμη υπό έρευνα αλλά πιστεύεται ότι το πιθανότερο είναι να οφείλεται στη χρήση των νέων εντομοκτόνων με βάση τη νικοτίνη που χρησιμοποιήθηκαν στις καλλιέργειες.[20]

Ανάπτυξη ανθεκτικότητας στα έντομα

Ένα επιπλέον πρόβλημα που προκύπτει από τη χρήση εντομοκτόνων είναι η τάση που έχουν ορισμένα έντομα να αναπτύσσουν μηχανισμούς αντίστασης απέναντι σε αυτά. Έτσι, η εφαρμογή ενός εντομοκτόνου μπορεί αρχικά να εξοντώσει την πλειοψηφία των ατόμων σε ένα πληθυσμό εντόμων, κάποια όμως από αυτά είναι πιθανό να αναπτύξουν ανθεκτικότητα και να μην εξοντωθούν. Στην επόμενη γενεά σχεδόν ολόκληρος ο πληθυσμός θα έχει αναπτύξει αυτό το χαρακτηριστικό και η εφαρμογή του εντομοκτόνου θα είναι άνευ αποτελέσματος. Ένας επιπλέον κίνδυνος είναι να αναπτυχθούν πληθυσμοί βλαβερών εντόμων λόγω εξόντωσης των φυσικών εχθρών τους (συνήθως άλλα έντομα), που κρατούσαν τη φυσική ισορροπία των πληθυσμών σε μια περιοχή (π.χ. μύγες - αράχνες). Η εφαρμογή εντομοκτόνων ευρέος φάσματος έχει αυτό το αποτέλεσμα γι' αυτό και καταβάλλονται προσπάθειες δημιουργίας εντομοκτόνων συγκεκριμένων στόχων. Και αυτό το χαρακτηριστικό έχει επιδράσεις στην τροφική αλυσίδα, με συνέπεια την ευρύτερη περιβαλλοντική διαταραχή.[1]

Παραπομπές

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 "Ιnsecticide." Encyclopædia Britannica. Encyclopædia Britannica Online. Encyclopædia Britannica, 2011. Web. Ανακτήθηκε στις 09 Αυγ. 2011
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 2,7 «Radcliff's IPM World Textbook, University of Minnesota». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Σεπτεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 9 Αυγούστου 2011. 
  3. How Products are made
  4. Επίσημη ιστοσελίδα των βραβείων Νόμπελ. Ανακτήθηκε την 10-08-2011
  5. International Program on Chemical Safety, DDT and its Derivatives (1979) Ανακτήθηκε στις 10-08-2011
  6. «Axis History Forum». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Ιουλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 10 Αυγούστου 2011. 
  7. U.S. Environmental Protection Agency: DDT, a brief history and status
  8. 8,0 8,1 8,2 Pied Piper Northern Ltd, UK
  9. Moorcraft, Paul and McLaughlin, Peter. The Rhodesian War: A Military History. Yorkshire: Pen & Sword, 2008, σελ. 106
  10. Robert L. Metcalf, Insect Control στην Ullmann’s Encyclopedia of Industrial Chemistry, Wiley-VCH, Weinheim, 2002
  11. U.S Food and Drug Administration, Drug Approval Package: Natroba (spinosad) Topical Suspension
  12. Merck Index, Eleventh Edition, 7978
  13. Picaridin.info
  14. «Pet Education». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Απριλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 10 Αυγούστου 2011. 
  15. 15,0 15,1 «AskTheExterminator». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Σεπτεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 10 Αυγούστου 2011. 
  16. Illinois Department of Public Health
  17. William G. Brogdon and Janet C. McAllister Insecticide Resistance and Vector Control, Centers for Disease Control and Prevention, Atlanta, Georgia, USA Αρχειοθετήθηκε 2010-07-31 στο Wayback Machine.Ανακτήθηκε στις 12-08-2011
  18. Declan Butler (of Nature magazine): Mosquitos Grow Resistant to Common Insecticide Scientific American, 8, 5 Ιουλίου 2011 Ανακτήθηκε στις 12-08-2011
  19. William E. Palmer, Peter T. Bromley, and Rick L. Brandenburg, Wildlife & Pesticides - Peanuts North Carolina State University
  20. BBC News: Vanishing bees threaten US crops Ανακτήθηκε στις 11-08-2011