Λαβάλ (Μαγιέν)

Συντεταγμένες: 48°4′22″N 0°46′12″W / 48.07278°N 0.77000°W / 48.07278; -0.77000

Λαβάλ

Έμβλημα
Διοίκηση
ΧώραΓαλλία[1]
Διοικητική υπαγωγήΜαγιέν και διαμέρισμα του Λαβάλ
 • Δήμαρχος του ΛαβάλFlorian Bercault (από 2020)
Ταχυδρομικός κώδικας53000[2]
Κωδικός Κοινότητας53130[3]
Πληθυσμός49.657 (1  Ιανουαρίου 2021)[4]
Έκταση34,22 km²[5]
Υψόμετρο70 μέτρα
Ζώνη ώραςUTC+01:00 (επίσημη ώρα)
UTC+02:00 (θερινή ώρα)
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Λαβάλ
48°4′22″N 0°46′12″W
Ιστότοποςhttps://www.laval.fr/accueil[6]
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Σελίδα στο Facebook Σελίδα στο Twitter Σελίδα στο Instagram Λογαριασμός στο YouTube

Η Λαβάλ (γαλλικά: Laval) είναι πόλη της δυτικής Γαλλίας και πρωτεύουσα του νομού Μαγιέν στην Περιοχή του Λίγηρα. Πριν από τη γαλλική επανάσταση ανήκε στην ιστορική επαρχία Μαιν.

Οι κάτοικοι ονομάζονται Λαβαλουά και Λαβαλουάζ. [7]Η κοινότητα της Λαβάλ, χωρίς τη μητροπολιτική περιοχή, έχει πληθυσμό περίπου 50.000 κατοίκους, που την καθιστά 13η πιο πυκνοκατοικημένη πόλη στη βορειοδυτική Γαλλία και 119η στη Γαλλία. [8]

Μέρος της παραδοσιακής επαρχίας Μαιν, η πόλη βρίσκονταν στο κατώφλι της Βρετάνης και δεν απείχε πολύ από τη Νορμανδία και το Ανζού. Ήταν επομένως ένα σημαντικό οχυρό στη βορειοδυτική Γαλλία κατά τον Μεσαίωνα. Η Λαβάλ αναπτύχθηκε ως πόλη κατά τον 11ο αιώνα και ήταν το λίκνο του οίκου των Λαβάλ, μιας από τις πιο ισχυρές οικογένειες στο Μαιν και στη Βρετάνη. Οι κόμητες της Λαβάλ εισήγαγαν την κλωστοϋφαντουργία γύρω στο 1300 και έκαναν την πόλη σημαντικό κέντρο της γαλλικής Αναγέννησης έναν αιώνα αργότερα. Η βιομηχανία λινών παρέμεινε η κύρια δραστηριότητα των κατοίκων της μέχρι τον 20ό αιώνα, οπότε και αντικαταστάθηκε, ως πιο κερδοφόρα, από την επεξεργασία γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων.

Η Λαβάλ είναι η γενέτειρα του ζωγράφου Ανρί Ρουσσώ και η πόλη έχει ένα μουσείο αφιερωμένο σ' αυτόν και άλλους ναΐφ καλλιτέχνες. Η πόλη έχει μια σημαντική αρχιτεκτονική κληρονομιά, με το κάστρο, τμήματα των τειχών της πόλης, μεσαιωνικά σπίτια, παλιές γέφυρες και εκκλησίες.

Τοπωνυμία

Τμήμα των τειχών της Λαβάλ

Η Λαβάλ ιδρύθηκε σχετικά αργά σε σύγκριση με άλλες γαλλικές πόλεις. Δηλαδή, δεν αναφέρθηκε επισήμως πριν τον 11ο αιώνα. Οι μεσαιωνικοί χρονογράφοι απεικόνισαν τους πολίτες της Λαβάλ ως απογόνους του εγγονού του Κάρολου Μαρτέλου, Βάλα του Κορμπί. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, η Λαβάλ προέρχεται από το όνομά του. [9]

Ετυμολογικά όμως, το όνομα Λαβάλ, κατά πάσα πιθανότητα, απλά σημαίνει «κοιλάδα» ( «Valleé» στα γαλλικά), αναφερόμενο στην καταπράσινη κοιλάδα του ποταμού Μαγιέν, όπου βρίσκεται η πόλη. Αυτό το όνομα εμφανίζεται άλλωστε και σε άλλα γαλλικά τοπωνύμια, όπως στο Laval-d'Aurelle (Αρντές) ή στο Laval-sur-Doulon (Ωτ-Λουάρ).

Η πρώτη αναφορά στην πόλη ήταν με το λατινικό όνομα Vallis Guidonis, που σημαίνει "κοιλάδα των Γκι", επειδή οι κόμητες της Λαβάλ λέγονταν όλοι Γκι. Κατά τον 11ο αιώνα, η Λαβάλ ονομάζεται επίσης Castrum Vallis ή απλά Vallis και το όνομα Lavallis εμφανίζεται το 1080. Μετά την Αναγέννηση, τα ονόματα Lavallis και Lavallium χρησιμοποιούνται από τους κληρικούς και τους μελετητές,[9] από τα οποία το όνομα εξελίχθηκε σε Λαβάλ.

Γεωγραφική θέση

Ο ποταμός Μαγιέν στη Λαβάλ
Η περιοχή Μαιν όπου ανήκε η Λαβάλ πριν τη Γαλλική επανάσταση

Η πόλη Λαβάλ βρίσκεται στο κέντρο του νομού Μαγιέν, στο δρόμο που συνδέει το Παρίσι με τη Βρετάνη, μεταξύ Ρεν και Λε Μαν. Βρίσκεται σε απόσταση 245 χιλιομέτρων νοτιοδυτικά του Παρισιού [10] και 83 νοτιοανατολικά του Μον-Σαιν-Μισέλ[11] και των γύρω θερέτρων, στις ακτές της Νορμανδίας, στη Μάγχη.

Έχει πληθυσμό 49.492 κατοίκους (2016),[12] και βρίσκεται στο κέντρο του ευρύτερου πολεοδομικού συγκροτήματος της Λαβάλ, που έχει πληθυσμό 121.899 κατοίκους (2014). Η έκταση της κοινότητας είναι 34,22 τετραγωνικά χιλιόμετρα και το υψόμετρο κυμαίνεται από 42 έως 122 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Βρίσκεται στη μέση πορεία του Μαγιέν, ενός ποταμού που πηγάζει στη Νορμανδία, διασχίζει το νομό Μαγιέν από βορρά προς νότο και εκβάλει στον Λίγηρα.

Η πόλη αναπτύχθηκε γύρω από ένα ύψωμα, με επίκεντρο το κάστρο, στις όχθες του ποταμού Μαγιέν. Η μητροπολιτική περιοχή της Λαβάλ είναι ένα μικρό οικονομικό κέντρο στη Δυτική Γαλλία, το οποίο δραστηριοποιείται ιδιαίτερα στον βιομηχανικό τομέα, την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων, την ηλεκτρονική και τις χημικές ουσίες. Η Λαβάλ είναι οικονομικά προσανατολισμένη προς τη Ρεν, τη διοικητική πρωτεύουσα της περιοχής της Βρετάνης που βρίσκεται μόλις 80 χιλιόμετρα δυτικά της Λαβάλ.

Η πόλη είναι περιτριγυρισμένη από αγροκτήματα και λιβαδικές εκτάσεις με διάσπαρτα αλσύλλια. Περιβάλλεται επίσης από πολλά δάση, κυρίως νότια της πόλης.

Πριν από τη γαλλική επανάσταση η πόλη ανήκε στην ιστορική επαρχία Μαιν, που κατά τη συγκρότηση των γαλλικών νομών το 1790 χωρίστηκε σε δύο νομούς, Μαγιέν και Σαρτ.

Ιστορία

Μεσαίωνας

Το κάστρο της Λαβάλ, 13ος αιώνας

Πριν από την κατασκευή του κάστρου τον 11ο αιώνα, η Λαβάλ δεν υπήρχε. Όμως, η τοποθεσία ήταν ήδη πέρασμα πάνω σε ένα ρωμαϊκό δρόμο που συνέδεε το Λε Μαν με την Κορσέλ, γαλλο-ρωμαϊκή πρωτεύουσα των Κοριοσολιτών στη Βρετάνη. Επιπλέον, ορισμένα αρχαιολογικά ευρήματα επιτρέπουν να υποτεθεί αρχαία κατοίκηση.

Γκι ντε Λαβάλ, από σφραγίδα του 1095

Ο τόπος είχε στρατηγική σημασία επειδή οι ταξιδιώτες που έπαιρναν τον ρωμαϊκό δρόμο έπρεπε να περάσουν εκεί τον ποταμό Μαγιέν σε ένα πέρασμα. Στη δυτική όχθη του ποταμού υπήρχε ένα βραχώδες ύψωμα που εξασφάλιζε πλήρη έλεγχο του βορρά. Κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα, κατασκευάστηκε μια πρώτη στρατιωτική δομή και μια κατοικία αναφέρθηκε εκεί στα τέλη του αιώνα, σε ένα χάρτη που εξέδωσε ο κόμης του Μαιν. Περίπου το 1020, ο Ερμπέρ Α' του Μαιν προσέφερε τη νέα βαρωνία του Λαβάλ στον Γκι Α', ο οποίος έγινε ο πρώτος άρχοντας της πόλης. Ο Γκι Α' της Λαβάλ έχτισε ένα νέο κάστρο και η πόλη αναπτύχθηκε βαθμιαία γύρω από τον ρωμαϊκό δρόμο και τις όχθες του ποταμού. [13]

Το αρχικό κάστρο με τα τείχη του εκτείνονταν μέχρι τον σημερινό καθεδρικό ναό. Ένας πύργος-παρατηρητήριο που χτίστηκε στα τείχη έλεγχε την πρόσβαση στο βραχώδες ύψωμα πάνω στο οποίο βρισκόταν το κάστρο. Ένας δεύτερος πύργος βρισκόταν μάλλον μέσα στα τείχη. Η βασιλική της Νοτρ-Νταμ ντ'Αβασνιέρ ιδρύθηκε τον 12ο αιώνα από τον Γκι Γ' . Περί το 1200, το κάστρο περιορίστηκε σε έκταση και η πόλη απέκτησε τη δική της οχύρωση. Τα τείχη της είχαν μήκος άνω των 1.100 μέτρων και περιέβαλαν έκταση 90.000 τετραγωνικών μέτρων.

Η Μπεατρίξ ντε Γκαβρ (πέθανε το 1315), σύζυγος του Γκι Θ' της Λαβάλ, θεωρείται ότι εισήγαγε την κλωστοϋφαντουργική παράδοση της πόλης. Γεννημένη στην κομητεία της Φλάνδρας, έφερε Φλαμανδούς υφαντές στην πόλη και ενθάρρυνε την καλλιέργεια και την ύφανση του λιναριού, που παρέμεινε η κύρια οικονομική δραστηριότητα της πόλης μέχρι τον 19ο αιώνα. [14]

Κατά τη διάρκεια του Εκατονταετούς Πολέμου, η πόλη κατελήφθη από τους Άγγλους το 1428 και στη συνέχεια από τους Γάλλους το επόμενο έτος. Ο πόλεμος προκάλεσε μεγάλη ζημιά και ολόκληρη η πόλη ξαναχτίστηκε μετά την επιστροφή της ειρήνης. Τα μεσαιωνικά σπίτια με ξυλοδεσιές που εξακολουθούν να υπάρχουν στο κέντρο της πόλης δεν είναι παλαιότερα από τον 15ο αιώνα. Περίπου το 1450, ο Γκι ΙΔ' της Λαβάλ ανακαίνισε το κάστρο, δημιουργήθηκαν τότε νέες αίθουσες και δωμάτια και άνοιξαν γοτθικά παράθυρα στην αυλή ως τις αρχές του 16ου αιώνα.[15]

Νεότεροι χρόνοι

Γκι ΙΖ' ντε Λαβάλ, 1522-1547

Ο Γκι ΙΖ' έχτισε το «Νέο κάστρο» το 1542, το οποίο ανακαινίσθηκε το 1747. Ήταν μέλος της βασιλικής αυλής του Φραγκίσκου Α' και ο οίκος των Λαβάλ έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της περιοχής κατά την Αναγέννηση. Ο Ζαν ντε Λαβάλ-Σατωμπριάν (1486 - 1543), επίσης κοντά στον βασιλιά, κατασκεύασε μια νέα πτέρυγα στο κάστρο Σατωμπριάν και ο Γκι ΙΘ' μεταστράφηκε στον προτεσταντισμό.

Στον 17ο αιώνα, η Λαβάλ απολάμβανε μακρά περίοδο ευημερίας και χτίστηκαν αρκετά θρησκευτικά ιδρύματα, όπως το Μοναστήρι των Ουρσουλίνων, η μονή της Βενεδικτίνων και η εκκλησία των Καπουτσίνων. Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης πωλήθηκαν ή καταστράφηκαν. Στον 18ο αιώνα, εμφανίστηκαν προάστια γύρω από το μεσαιωνικό κέντρο και ανεγέρθηκαν πολλά αρχοντικά, ειδικά κοντά στην πλατεία Ερσέ.[15]

Στα μέσα του 18ου αιώνα, η Λαβάλ είχε περίπου 18.000 κατοίκους, χωρισμένους σε 3.525 νοικοκυριά. Ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στην επαρχία του Μαιν μετά το Λε Μαν και είχε μια σειρά από θεσμούς, όπως δικαστήριο, χωροφυλακή, επόπτη για τον έλεγχο του νερού και των δασών και ένα νοσοκομείο, που ιδρύθηκε το 1678. Είχε επίσης φορολογικό επόπτη που κάλυπτε 65 ενορίες στο νότιο Κάτω Μαιν και ένα κατάστημα ελέγχου αλατιού, για να αντιμετωπίσει το λαθρεμπόριο αλατιού που γινόταν στην περιοχή, καθώς το αλάτι στη γειτονική Βρετάνη ήταν αφορολόγητο.

Πριν από την Επανάσταση, η κλωστοϋφαντουργική δραστηριότητα της πόλης είχε κορυφωθεί. Η πόλη είχε τότε το δικαίωμα να κατασκευάζει οκτώ είδη υφασμάτων. Η Μαγιέν και το Σατώ-Γκοντιέ είχαν επίσης τη δυνατότητα να υφαίνουν σεντόνια, αλλά μόνο τρία ή τέσσερα είδη υφασμάτων.[16]Τα υφάσματα της Λαβάλ πωλούνταν στη Γαλλία αλλά και στο εξωτερικό.

Τον 18ο αιώνα, το παλιό κέντρο παρέμενε ακόμη κλειστό μέσα στα τείχη του, και η στενότητα του χώρου εμπόδιζε κάθε σημαντική λειτουργία. Οι αρχές σχεδίασαν να δημιουργήσουν έναν άξονα παράλληλο με τον παλιό ρωμαϊκό δρόμο για να αποφευχθεί η κλειστή πόλη από το βορρά. Μια νέα διαδρομή θα ήταν σημαντική όχι μόνο για την πόλη αλλά και για ολόκληρη την περιοχή, επειδή η πόλη βρισκόταν στο σταυροδρόμι πολλών περιοχών και άνθρωποι και αγαθά που ταξίδευαν μεταξύ αυτών έπρεπε να διασχίσουν την Παλιά γέφυρα του ποταμού Μαγιέν και στη συνέχεια να διέρχονται από τους παλιούς δρόμους του κέντρου. Μια νέα γέφυρα σχεδιάστηκε το 1758, αλλά η κατασκευή αποφασίστηκε το 1804.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου της Βανδέας, η πόλη κατελήφθη από τους Βασιλόφρονες στις 22 Οκτωβρίου 1793 κατά τη διάρκεια της μάχης της Λαβάλ. Οι Βασιλόφρονες, ξεκινώντας από την Βανδέα, ήθελαν να φθάσουν στη Γκρανβίλ στη Μάγχη, όπου περίμεναν ενισχύσεις από την Αγγλία. Η αποστολή της Νορμανδίας ήταν μια αποτυχία και τα στρατεύματα επανέκτησαν την Λαβάλ στις 25 Νοεμβρίου. Στη συνέχεια, έχασαν την πολιορκία της Ανζέ και νικήθηκαν από τον δημοκρατικό στρατό.

Σύγχρονη εποχή

Ο Νέος-πύργος, πλέον Δικαστικό μέγαρο
Η αερογέφυρα, 1856.

Μετά τη Γαλλική Επανάσταση, η κοινότητα ξεκίνησε τα έργα που είχαν σχεδιασθεί τον 18ο αιώνα. Κατασκευάστηκε η νέα γέφυρα του ποταμού και ο νέος οδικός άξονας, παράλληλος με τον ρωμαϊκό δρόμο. Γύρω από αυτόν τον άξονα ανεγέρθηκαν διάφορα δημόσια κτίρια, όπως η Νομαρχία, που ολοκληρώθηκε το 1822, το θέατρο και το δημαρχείο. Οι όχθες του ποταμού εκτράπηκαν και ανοίχτηκαν νέοι δρόμοι στην παλιά πόλη. Η άφιξη του σιδηρόδρομου το 1855 ενθάρρυνε την εκβιομηχάνιση της πόλης.

Για να επιτραπεί η διέλευση της γραμμής κατασκευάστηκε η αερογέφυρα Λαβάλ το 1854-1856 και ο σιδηροδρομικός σταθμός το 1855, διευκολύνοντας τα ταξίδια και την προώθηση της ανάπτυξης της πόλης.

Η αύξηση του πληθυσμού διατηρήθηκε καθ 'όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Ο πληθυσμός από 15.000 το 1800 έφτασε τους 21.293 κατοίκους το 1861. Η πόλη απορρόφησε πρώην ανεξάρτητες κοινότητες. Χάρη σε αυτήν την επέκταση, είχε περισσότερους από 27.000 κατοίκους το 1866. Στις αρχές του 1871, τα πρωσικά στρατεύματα βρέθηκαν στις πύλες της πόλης, αλλά δεν την κατέλαβαν, χωρίς προφανή λόγο. Αυτό το «θαύμα» αποδόθηκε στην Παναγία που εμφανίστηκε σε παιδιά του χωριού Πονμάν στις 17 Ιανουαρίου.

Παρά τον πόλεμο και την ήττα, η ανάπτυξη συνεχίστηκε μέχρι το 1886, με 30.627 κατοίκους, αλλά στη συνέχεια ο πληθυσμός μειώθηκε μέχρι την ανάκαμψη της οικονομίας μετά το 1945.

Αυτή η πτώση του πληθυσμού παρέμεινε μέτρια και η πόλη έχασε μόνο περίπου 2.000 κατοίκους μεταξύ 1886 και 1936. Ωστόσο, αυτή η πτώση συντέλεσε στη βιομηχανική παρακμή της πόλης και του νομού. Το λινά έγιναν όλο και λιγότερο κερδοφόρα, οι αγρότες της Μαγιέν σταμάτησαν να καλλιεργούν το φυτό και τα εργοστάσια προτίμησαν το βαμβάκι, το οποίο όμως έπρεπε να εισαχθεί. Επιπλέον, η μηχανοποίηση ήταν αργή και πολλοί υφαντές εξακολουθούσαν να εργάζονται σε οικοτεχνίες. Ορισμένα εργοστάσια άνοιξαν τελικά στο τέλος του 19ου αιώνα, αλλά η Μαγιέν είχε ήδη στραφεί στη βιομηχανία γεωργικών προϊόντων διατροφής.[17]

Στις αρχές του 20ού αιώνα, η πόλη είχε Κακουργιοδικείο, Πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ένα σεμινάριο, Λύκειο αρρένων και τη βιομηχανία λινών και βαμβακερών υφασμάτων που απασχολούσε 10.000 εργάτες. Η πόλη ζούσε επίσης από τα χυτήρια της, τους αλευρόμυλους, τη βυρσοδεψία, τη βαφή, την κατασκευή παπουτσιών και την πριόνισμα μαρμάρου.

Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η Λαβάλ επλήγη από πολλές βομβιστικές επιθέσεις το 1944. Ζημίες υπέστησαν η περιοχή του σταθμού, η αερογέφυρα και διάφορα κτίρια στο κέντρο της πόλης. Το πρωί της 6ης Αυγούστου, τα συμμαχικά στρατεύματα του στρατηγού Πάττον έφτασαν στην πόλη και άρχισαν την επίθεση. Οι Γερμανοί δυναμίτισαν τις γέφυρες του ποταμού Μαγιέν αλλά η πόλη απελευθερώθηκε.

Μετά τον πόλεμο, η πόλη εγκατέλειψε τις παλιές δραστηριότητές της και στράφηκε στην παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων και νέες βιομηχανίες. Η πόλη επεκτάθηκε και απέκτησε νέα ιδρύματα, όπως νοσοκομείο και πανεπιστημιούπολη.

Οικονομία

Στην Αναγέννηση, οι άρχοντες της Λαβάλ εισήγαγαν στην πόλη την υφαντουργία. Η πόλη, που εξυπηρετείται από άριστο οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, διατηρεί ακόμη τις βιομηχανίες υφασμάτων αλλά πλέον κυριαρχούν εργοστάσια κατασκευής μηχανολογικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού καθώς και βιομηχανίες επεξεργασίας τροφίμων, κυρίως τυροκομικά προϊόντα, και η τυπογραφία.[18]

Αξιοθέατα

Η Λαβάλ ανήκει στο δίκτυο των πόλεων ιστορίας και τέχνης και έχει μια σημαντική αρχιτεκτονική κληρονομιά, με το κάστρο, τμήματα των τειχών της πόλης, μεσαιωνικά σπίτια, παλιές γέφυρες και εκκλησίες.

Το Παλιό κάστρο, όπου κατοικούσαν οι κόμητες, ανάγεται στον 12ο-16ο αιώνα. Το Νέο κάστρο είναι αναγεννησιακό κτίριο.

Παραπομπές

  1. (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 618. Ανακτήθηκε στις 6  Αυγούστου 2018.
  2. «Base officielle des codes postaux» La Poste. 1  Οκτωβρίου 2018.
  3. (Γαλλικά) Code INSEE.
  4. «Populations légales 2021» Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής και Οικονομικών Μελετών. 28  Δεκεμβρίου 2023.
  5. 5,0 5,1 répertoire géographique des communes. Institut national de l'information géographique et forestière. Ανακτήθηκε στις 26  Οκτωβρίου 2015.
  6. Annuaire de service-public.fr. Ανακτήθηκε στις 23  Σεπτεμβρίου 2023.
  7. . «.habitants.fr/lava». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Ιουνίου 2019. 
  8. . «insee». 
  9. 9,0 9,1 Essais historiques sur la ville et le pays de Laval en la Province du Maine: Par un ancien Magistrat de Laval. J. Feillé-Grandpré. 1843. p. 246.
  10. . «distance.to/Paris,». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Ιουνίου 2019. 
  11. . «distance.to/Laval,Mayenne». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Ιουνίου 2019. 
  12. . «www.insee.fr». 
  13. . «culture.gouv.fr/public». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιουνίου 2016. 
  14. . «Les lavallois célèbres» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Απριλίου 2014. CS1 maint: Unfit url (link)
  15. 15,0 15,1 . «Inventaire général du patrimoine culturel». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Σεπτεμβρίου 2017. 
  16. Louis Alexandre Expilly,Dictionnaire géographique, historique et politique des Gaules et de la France , vol. 4, 1766, p. 156
  17. J. Steunou, J. Renard et R. Foucault, La Mayenne industrielle durant le Second Empire, vol. 38, Annales de Normandie, 1988, p. 169-174
  18. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς, τομ.37, σελ. 165

Εξωτερικοί σύνδεσμοι