Οκάπι
Οκάπι | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικο οκάπι φωτογραφημένο σε ζωολογικό κήπο
| ||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Okapia johnstoni (Οκαπία του Τζόνστον) [iii] P. L. Sclater, 1901 [1][2] |
Το οκάπι είναι αρτιοδάκτυλο θηλαστικό της οικογενείας των Καμηλοπαρδαλιδών, που απαντά αποκλειστικά στα δάση βροχής (rain forests) της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό. Η επιστημονική του ονομασία είναι Okapia johnstoni και δεν περιλαμβάνει υποείδη.[2]
Ιδιαίτερο σε εμφάνιση θηλαστικό, το οκάπι είχε κινήσει το ενδιαφέρον των επιστημόνων από τα τέλη του 19ου αιώνα, από αναφορές του εξερευνητή της αφρικανικής ηπείρου Χένρι Στάνλεϊ. Όπως συνέβη με πληθώρα άλλων ειδών του ζωικού βασιλείου, αυτό το «ενδιαφέρον» προκάλεσε τον αποδεκατισμό του από τους κυνηγούς που, σε συνδυασμό με τους συνεχείς εμφυλίους πολέμους στις περιοχές όπου ζει, το έφεραν σήμερα να ανήκει σε αυτά που κινδυνεύουν (EN).[3]
Ονοματολογία
Η επιστημονική ονομασία του γένους, Okapia, είναι η νεολατινική απόδοση της λέξης o'api, με την οποία αποκαλείται το θηλαστικό στην περιοχή όπου ζει, από τους ιθαγενείς Λέσε της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό. [εκκρεμεί παραπομπή]
Η επιστημονική ονομασία του είδους, johnstoni παραπέμπει στον Άγγλο κυβερνήτη της Ουγκάντα, την εποχή της αποικιοκρατίας, Χάρι Τζόνστον (Harry Johnston, 1858-1927), ο οποίος υπήρξε και ερασιτέχνης φυσιοδίφης, προς τιμήν του οποίου ονομάστηκε το θηλαστικό. Θεωρείται ότι, πρώτος αυτός, είχε στην κατοχή του δείγματα που προσέφερε στην επιστημονική κοινότητα, παρόλο που ο ίδιος δεν είχε δει ποτέ το ζώο. Ωστόσο, κατάφερε να αποκτήσει από κάποιους Πυγμαίους κομμάτια από δέρμα και, αργότερα, το κρανίο ενός ατόμου, από το οποίο έγινε και η ταυτοποίηση του θηλαστικού ως συγγενές της καμηλοπάρδαλης.
Η αγγλική και η ελληνική ονομασία του θηλαστικού είναι και αυτές «απόδοση» του o'api, των ντόπιων ιθαγενών.
Συστηματική Ταξινομική
Το οκάπι αποτελεί μονοτυπικό είδος εντός του γένους Okapia, δηλαδή δεν περιλαμβάνει υποείδη. Περιγράφηκε από τον Άγγλο δικηγόρο και ζωολόγο Φίλιπ Σκλάτερ (Philip Lutley Sclater, 1829-1913), το 1901, ως Equus johnstoni. Το ίδιο έτος, ο -επίσης- Άγγλος ζωολόγος Ρέι Λάνκεστερ (Ray Lankester, 1847-1929) μετέφερε το είδος στο σημερινό του γένος, Okapia.[4]
Παρά το γεγονός ότι το οκάπι ήταν άγνωστο στον δυτικό κόσμο μέχρι τον 20ό αιώνα, πιθανότατα είχε απεικονιστεί, από τις αρχές του πέμπτου αιώνα π.Χ. στην πρόσοψη του περίφημου υπόστυλου τέμπλου Apadana της Περσέπολης, ως δώρο από την Αιθιοπική ακολουθία προς το βασίλειο των Αχαιμενιδών.[5] Για χρόνια, οι Ευρωπαίοι άποικοι στην Αφρική είχαν ακούσει για ένα ζώο που το έλεγαν «αφρικανικό μονόκερο». Επίσης, στο οδοιπορικό του για την εξερεύνηση του Κονγκό, ο περίφημος Χένρι Στάνλεϊ (Henry Morton Stanley, 1841-1904) έκανε αναφορά για ένα είδος «γαϊδάρου» που οι ντόπιοι το ονομάζεται atti, Αργότερα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι επρόκειτο για το οκάπι. Οι παλαιοί εξερευνητές πιθανόν να είχαν δει την φευγαλέα φιγούρα του ζώου, καθώς διέφευγε μέσα από τους θάμνους και, επειδή το οπίσθιο μέρος του είναι ραβδωτό, το εκλάμβαναν ως κάποιο δασικό είδος ζέβρας.
Πολλοί ερευνητές χαρακτηρίζουν το οκάπι ως παράδειγμα ζωντανού απολιθώματος.
Γεωγραφική κατανομή
Το οκάπι απαντά, αποκλειστικά, σε -σχετικά περιορισμένης έκτασης περιοχή- της κεντρικής Αφρικής, συγκεκριμένα σε τμήματα της Κ., Β. και Α. Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (ΛΔΚ). Αυτά τα εδάφη βρίσκονται βόρεια και ανατολικά του ποταμού Κονγκό, από το δάσος Μαΐκο (Maiko), βόρεια προς το δάσος Ιτούρι (Ituri) και, στη συνέχεια, δυτικά μέσα από τις λεκάνες απορροής των ποταμών Ρούμπι (Rubi), Τέλε (Tele) και Έμπολα (Ebola), που εκτείνονται βόρεια προς τον ποταμό Ουμπάνγκι (Ubangi). Οι αριθμοί των οκάπι είναι πολύ μικρότεροι στα δυτικά και νότια του ποταμού Κονγκό, συγκεκριμένα από τη δυτική όχθη του ποταμού Λομάμι (Lomami), δυτικά προς τις λεκάνες απορροής των ποταμών Άνω Λομέλα (Lomela) και Τσουάπα (Tshuapa).[6] Στο, σχετικά, πρόσφατο παρελθόν, το οκάπι περιπλανιόταν περιστασιακά στο γειτονικό δάσος Σεμλίκι (Semliki) της Δ. Ουγκάντα.[7]
Η έκταση της ευρύτερης κατανομής -εκεί δηλαδή που το θηλαστικό έχει παρατηρηθεί- είναι 380.000 χλμ², περίπου, αλλά σε αυτή την έκταση περιλαμβάνονται και ακατάλληλοι οικότοποι, όπως υποβαθμισμένα και βαλτώδη δάση, καθώς και αστικές περιοχές. Εξαιρουμένων όλων αυτών, το εμβαδόν περιορίζεται στα 244.000 χλμ², περίπου.[8] Ωστόσο, από τα αποτελέσματα που έδωσε πολύ πρόσφατη έρευνα, ο «πυρήνας» όπου απαντάται συνεχώς και, σε συμπαγείς πληθυσμούς, είναι μόλις 14.112 χλμ².[8]
Γενικά, προτιμά να συγκεντρώνεται μέσα και γύρω από τις προστατευόμενες περιοχές, αλλά η περαιτέρω έρευνα δυσκολεύει πολύ, λόγω της απόστασης και της επακόλουθης αδυναμίας πρόσβασης των ενδιαιτημάτων, κάτι που χειροτερεύει από την υψηλή ανασφάλεια στην Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών, λόγω στρατιωτικών συρράξεων. Κατά συνέπειαν, εκτεταμένες περιοχές που, δυνητικά, μπορεί να χρησιμοποιούνται από το θηλαστικό, έχουν μελετηθεί ανεπαρκώς. Επιπλέον, τα οκάπι φημίζονται για τον κρυπτικό τους χαρακτήρα, οπότε μπορούν εύκολα να περάσουν απαρατήρητα, ειδικά όταν οι πληθυσμοί είναι μικροί.
Βιότοπος
Το οκάπι είναι είδος άρρηκτα συνδεδεμένο με τα κλειστά, πυκνά ημιορεινά ή ορεινά δάση υψηλού θόλου, πρωτογενή ή δευτερογενή, τα οποία βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή κατανομής του (βλ. Γεωγραφική κατανομή), μεταξύ 500 και 1500 μ., περίπου. Δεν συχνάζει σε δασικές στοές ή την δασική σαβάνα, ούτε σε διαταραγμένους οικοτόπους γύρω από μεγάλους οικισμούς. Εποχιακά, μπορεί να βρεθεί σε βρεγμένα εδάφη, αλλά δεν απαντά σε πραγματικά πλημμυρισμένες περιοχές ή εκτεταμένους δασικούς βάλτους. Ωστόσο, μπορεί να αναζητά την τροφή του στα μικρά δασικά ξέφωτα που έχουν δημιουργηθεί από την πτώση δένδρων, αλλά μόνον κατά τα πρώτα στάδια της αναγέννησής τους.[9]
Γενικά, η παρουσία του οριοθετείται από τα ιδιαίτερα υψηλά ορεινά δάση στα ανατολικά, τους βάλτους προς τα νοτιοανατολικά, τα βαλτοδάση κάτω από τα 500 μ. στα δυτικά, τις σαβάνες του Σαχέλ ή του Σουδάν στο βορρά, και τις πολύ ανοικτές δασώδεις περιοχές στο νότο.
Μορφολογία
Το οκάπι είναι αρκετά «ιδιαίτερο» στο παρουσιαστικό του που, με λίγη παρατηρητικότητα, προδίδει την αρχέγονη συγγένειά του με την καμηλοπάρδαλη, το άλλο μέλος της οικογενείας. Όντως, το σχήμα του σώματος του είναι παρόμοιο με εκείνο της καμηλοπάρδαλης, αλλά με πολύ βραχύτερο λαιμό και κοντύτερα πόδια, που ωστόσο παραμένουν αρκετά μακριά σε σχέση με το ισχυρό σώμα.
Τα ζώα έχουν σκούρα κοκκινωπή ράχη, με εντυπωσιακές οριζόντιες λευκές ρίγες, τόσο στα μπροστινά πόδια, όσο και στα πίσω από το ύψος των γλουτών, στοιχείο που με φευγαλέα ματιά, τα κάνει να μοιάζουν με ζέβρες. Οι ραβδώσεις αυτές ενδεχομένως να βοηθούν τα νεαρά άτομα να ακολουθούν τις μητέρες τους μέσα στο πυκνό δάσος βροχής και μπορεί επίσης να χρησιμεύουν ως καμουφλάζ.[10] Το τρίχωμά τους είναι βελούδινο και με ελαιώδη υφή, ειδικά διαμορφωμένο για να απωθεί το νερό στο περιβάλλον του δάσους βροχής όπου απαντώνται.[11]
- Το πλέον εντυπωσιακό ανατομικό στοιχείο του οκάπι είναι η η εξαιρετικά μεγάλη και ευέλικτη γλώσσα του. Έχει γκριζομπλέ χρώμα, είναι μυτερή και κολλώδης και μπορεί να φθάσει τα 35 εκ. σε μήκος. Χρησιμεύει στο ζώο για να αφαιρεί τα φύλλα και τα μπουμπούκια από τα δέντρα, αλλά και για να καθαρίζει το πρόσωπο σε όλη του την επιφάνεια, φθάνοντας μέχρι τις βλεφαρίδες και το εσωτερικό των αυτιών (!)
Ένα ακόμη ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των οκάπι είναι οι μικρές κεράτινες προεξοχές στην κορυφή του κεφαλιού των αρσενικών. Αυτά τα φύματα καλύπτονται από δέρμα και ονομάζονται οστεόκωνοι (ossicones), απαντώνται δε μόνον στα δύο γένη της οικογένειας Καμηλοπαρδαλίδες (καμηλοπάρδαλη και οκάπι).
Βιομετρικά στοιχεία
- Μήκος σώματος: 1,90 έως 2,50 μέτρα (χωρίς την ουρά).
- Ύψος μέχρι τον ώμο: 1,5 έως 2,0 μέτρα.
- Μήκος ουράς: 30 έως 42 εκατοστά.
- Βάρος: 200 έως 350 κιλά.
- Οδοντικός τύπος: .
Τροφή
Τα οκάπι είναι μοναδικά, υπό την έννοια ότι είναι τα μόνα δασόβια οπληφόρα (ungulates) που εξαρτώνται αποκλειστικά από το φύλλωμα υπορόφου, ενώ είναι γνωστό ότι τρέφονται με πάνω από 100 είδη φυτών. Προτιμούν τα φύλλα των δέντρων και τους ανθοφόρους οφθαλμούς (μπουμπούκια), αλλά το διαιτολόγιό τους περιλαμβάνει, επίσης, χόρτα, φτέρες, φρούτα και μανιτάρια. Μάλιστα, πολλά από τα μανιτάρια αλλά και διάφορα φυτικά είδη με τα οποία τρέφονται, είναι δηλητηριώδη για τον άνθρωπο.
Εξέταση των κοπράνων τους αποκάλυψε ότι καταναλώνουν άνθρακα (καρβουνιασμένο ξύλο) από δέντρα που κάηκαν από κεραυνούς. Επιτόπιες παρατηρήσεις πεδίου υποδεικνύουν ότι, οι απαιτήσεις τους σε μεταλλικά στοιχεία και αλάτι καλύπτονται κυρίως από έναν θειούχο, ελαφρώς αλμυρό, κοκκινωπό πηλό που βρίσκεται κοντά σε ποτάμια και ρέματα.
Φυσιολογία
Ορισμένα οκάπι που ζουν σε ζωολογικούς κήπους εμφανίζουν το γενετικό φαινόμενο της μονοσωμίας (monosomy), μιας κατάστασης ανευπλοειδίας, κατά την οποία υφίσταται ένα (1) μόνον αντίγραφο ενός χρωμοσωμικού ζεύγους. Επίσης, μερικά άτομα έχουν 46 χρωμοσώματα, ενώ άλλα έχουν 45. Αυτό το είδος ανευπλοειδίας συχνά αναφέρεται ως σύντηξη ή αναδιανομή Ρόμπερτσον (Robertsonian fusion or translocation, ROB) που, ωστόσο, δίνει υγιείς, βιώσιμους απογόνους.[12]
Ηθολογία
Τα οκάπι είναι, κυρίως, ημερόβια θηλαστικά, αν και πρόσφατες φωτογραφίες θέτουν υπό αμφισβήτηση αυτή την υπόθεση. Μια φωτογραφία ενός οκάπι, στην οποία φαίνεται να βόσκει στο δάσος Ουαταλίνγκα (Watalinga) του Εθνικού Πάρκου Βιρούνγκα (Virunga National Park), τραβήχτηκε στις 02:30 το πρωί, υποδεικνύοντας έτσι ότι τα ζώα μπορούν να τρέφονται, επίσης, κατά την διάρκεια της νύκτας. [εκκρεμεί παραπομπή]
Γενικά, είναι ζώα μοναχικά, που συνευρίσκονται μόνο για να αναπαραχθούν, με εξαίρεση τις μητέρες και τα μικρά τους. Περιπλανώνται αναζητώντας τροφή στο δάσος και ακολουθούν σταθερά, πατημένα μονοπάτια μέσα στην πυκνή βλάστηση. Κινούνται σε αλληλοεπικαλυπτόμενες περιοχές αρκετών τετραγωνικών χιλιομέτρων και, συνήθως, η πυκνότητα των επί μέρους ατόμων είναι 0,6 ζώα ανά χλμ², περίπου.
Τα οκάπι έχουν διάφορες μεθόδους επικοινωνίας και κατοχύρωσης του ζωτικού τους χώρου, συμπεριλαμβανομένων ειδικών αδένων που βρίσκονται σε κάθε πόδι, οι οποίοι παράγουν μια ουσία με οσμή πίσσας. Ωστόσο, όπως και πολλά άλλα θηλαστικά, χρησιμοποιούν και την «κλασική» οριοθέτηση της περιοχής τους, με ούρηση. Το αρσενικό είναι έντονα εδαφικό σε σχέση με άλλα αρσενικά, αλλά «επιτρέπει» στα θηλυκά να περάσουν μέσα από την περιοχή του για να τραφούν.
Αναπαραγωγή
Η εποχή του ζευγαρώματος είναι από τον Μάιο μέχρι τον Ιούλιο. Κατά το τελετουργικό ερωτοτροπίας, τα ζώα αλληλοπροσεγγίζονται, κάνουν κύκλους, και μυρίζει ή γλείφει το ένα το άλλο.[13] Το θηλυκό, που έχει ήδη δείξει ανιχνεύσει τις εκκρίσεις του αρσενικού, το ακολουθεί μέσα στο πυκνό δάσος, ενώ μπορεί να υπάρχουν συγκρούσεις μεταξύ αρσενικών που «εποφθαλμιούν» το ίδιο θηλυκό.
Μετά από περίοδο κύησης περίπου 15 μηνών, το θηλυκό γεννά ένα (1) μοσχαράκι (calf), με ύψος 75 εκ. στο ακρώμιο και βάρος 20 κιλά, περίπου. Ακολουθεί την μητέρα του για λίγες ημέρες, μέχρι να μάθει να κρύβεται στους θάμνους, ενώ αρχίζει να ανεξαρτητοποιείται στους 6 με 10 μήνες.
Ωστόσο, οι συνθήκες αναπαραγωγής του είδους, σε άγρια κατάσταση είναι ελάχιστα μελετημένες.
Απειλές
Το οκάπι θα μπορούσε να συνυπάρξει με τις, μικρής κλίμακας και χαμηλής όχλησης, ανθρώπινες δασικές δραστηριότητες. Ωστόσο, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η διαταραχή των οικοσυστημάτων του είναι τέτοια που, τα ζώα εξαφανίζονται από μεγάλες περιοχές. Οι κύριοι λόγοι, είναι η απώλεια των ενδιαιτημάτων τους από την εκτεταμένη υλοτομία και την παράνομη ανθρώπινη εγκατάσταση στις προστατευόμενες περιοχές.[8][9]
Επιπροσθέτως και παρά τις απαγορεύσεις, εξακολουθεί ακόμη να υπάρχει λαθροθηρία για το κρέας και το δέρμα του ζώου, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου χρησιμοποιούνται παγίδες, είτε αυτές στήνονται για τα ίδια τα οκάπι, είτε συλλαμβάνονται μόνον τυχαία και περιστασιακά.[8][9] Στην περιοχή Τβαμπίνγκα-Μούντο (Twabinga-Mundo), ανεπίσημα στοιχεία δείχνουν ότι το οκάπι είναι στοχευμένο για το δέρμα και το κρέας του, και οι αριθμοί του έχουν υποστεί δραστική μείωση κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών, με ντόπιους να αναφέρουν ότι το οκάπι έχει το πιο ακριβό κρέας των θηραμάτων που διατίθενται.[14] Τα οκάπι υπήρχαν νότια της πόλης Ακέτι (Aketi) και κοντά στην πόλη Μπούτα (Buta) αλλά, σήμερα, δεν υπάρχουν ενδείξεις παρουσίας τους, ενώ ντόπιοι ανέφεραν ότι πρόσφατα είχε κυνηγηθεί από τους νομάδες κυνηγούς Μπανγκαλέμα (Bangalema).[15]
Σύμφωνα με μελέτη του 2013, περίπου το 1/3 των -γνωστών σήμερα- περιοχών κατανομής του είδους, είναι πιθανό να διατρέξουν κίνδυνο κατά τη διάρκεια του πρώτου τρίτου του τρέχοντος αιώνα. ΟΙ περιοχές υψηλού κινδύνου περιλαμβάνουν το νότιο-ανατολικό δάσος Ιτούρι (Ituri), την περιοχή Κισανγκάνι (Kisangani), το Ρούμπι-Τέλε (Rubi-Tele), και τα δυτικά και ανατολικά όρια του εύρους κατανομής των ζώων, στη λεκάνη του ποταμού Έμπολα (Ebola) και την περιοχή Βιρούνγκα-Χόγιο (Virunga-Hoyo), αντίστοιχα.[9]
Όμως, η πιο σημαντική τρέχουσα απειλή για το οκάπι είναι η παρουσία των παράνομων ένοπλων ομάδων μέσα και γύρω από τις σπουδαιότερες προστατευόμενες περιοχές. Αυτές οι ομάδες εμποδίζουν την αποτελεσματική δράση για την διατήρηση του θηλαστικού, ακόμη και τις μετρήσεις και την απλή παρακολούθηση στις περισσότερες περιοχές. Επίσης, συνεισφέρουν στο να διευκολυνθεί η λαθροθηρία ελεφάντων, το κυνήγι αγρίων ζώων, η παράνομη εξόρυξη λίθων (χρυσός, κολτάν και διαμάντια), η παράνομη υλοτομία, η παραγωγή ξυλάνθρακα και οι γεωργικές καταπατήσεις.
- Στο τραγικό περιστατικό του Ιουνίου του 2012, ένοπλοι αντάρτες επιτέθηκαν στο Καταφύγιο Άγριας Ζωής για το Οκάπι (Okapi Wildlife Reserve) και σκότωσαν 7 ανθρώπους και όλα τα 14 οκάπι σε αιχμαλωσία (!) [3]
Κατάσταση πληθυσμού
Το είδος υφίσταται διαρκή μείωση στους πληθυσμούς του, τουλάχιστον από το 1995, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη και αναμένεται να συνεχιστεί, λόγω των σοβαρών, εντεινόμενων απειλών και την έλλειψη αποτελεσματικής δράσης διατήρησης. Ο ρυθμός μείωσης εκτιμάται ότι έχει υπερβεί το 50% σε πάνω από τρεις γενιές (24 έτη), μεταξύ 1995 και 2013 και αναμένεται να συνεχιστεί για τα επόμενα χρόνια, δεδομένων των πιέσεων στο εύρος κατανομής του είδους. Η εκτίμηση αυτή βασίζεται σε στοιχεία από έρευνες του Καταφυγίου Άγριας Ζωής για το Οκάπι (Okapi Wildlife Reserve), που εκθέτει μείωση 43% 1995 - 2007 και επιπλέον 47% μείωση για την περίοδο 2008-2012.
Το οκάπι, από το 2013, κατατάσσεται πλέον στα Κινδυνεύοντα (ΕΝ, κριτήρια A2abcd+4abcd) είδη της λίστας της IUCN.[3] Ο παγκόσμιος πληθυσμός υπολογίζεται σε 10.000 άτομα, περίπου, από 40.000 άτομα, μόλις μία (1) δεκαετία, πριν. Όμως, οι τρέχοντες αριθμοί πιστεύεται ότι είναι χαμηλότεροι και με τάση μείωσης.
Δράσεις
Παρόλο που, το οκάπι, είναι ένα πλήρως προστατευόμενο είδος βάσει της νομοθεσίας της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, δεν περιλαμβάνεται στα Παραρτήματα της Σύμβασης CITES. Το Καταφύγιο Άγριας Ζωής για το Οκάπι (Okapi Wildlife Reserve), καθώς και το Εθνικό Πάρκο Μάικο φιλοξενούν σημαντικούς πληθυσμούς στις εκτάσεις τους (14.000 χλμ² και 10.800 χλμ², αντίστοιχα), αλλά οι αριθμοί και στις δύο περιοχές έχουν μειωθεί λόγω των απειλών που αναφέρονται παραπάνω. Ενίσχυση της προστασίας των δύο αυτών προστατευόμενων περιοχών είναι τα πιο σημαντικά μέσα για την εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης επιβίωσης των οκάπι.[9][16] Ένας μικρός πληθυσμός εξακολουθεί να εμφανίζεται στο δάσος Βαταλίνγκα (Watalinga Forest, 1.100 χλμ²) στον βόρειο τομέα του Εθνικού Πάρκου Βιρούνγκα (Virunga National Park), αλλά δεν απολαμβάνει επί του παρόντος καμίας προστασίας λόγω της παρουσίας ένοπλων ομάδων. Έχουν επίσης καταγραφεί κάποια άτομα στο Καταφύγιο του Όρους Χόγιο (Mt Hoyo Reserve 200 χλμ²), στο Ρούμπι-Τέλε (Rubi-Tele) και το Αμπουμομπάντζι (Abumombanzi Reserve).
Πολλά άτομα διατηρούνται διεθνώς υπό -νόμιμη- αιχμαλωσία. Τον Νοέμβριο του 2011, οι εκπρόσωποι των αιχμάλωτων πληθυσμών της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων και των Σχεδίου Διάσωσης του Είδους (για το οκάπι, SSP) και Ευρωπαϊκού Προγράμματος Απειλούμενων Ειδών (για το οκάπι, ΕΕΡ), συναντήθηκαν για να συζητήσουν το ρόλο της αιχμαλωσίας στη διατήρηση του θηλαστικού και συμφώνησαν να διατηρήσουν έναν, βιώσιμο σε συνεργασία με την παγκόσμια διαχείριση, ex situ πληθυσμό που θα συμβάλλει σε έναν βιώσιμο in situ πληθυσμό.[17] Οι ζωολογικοί κήποι αποτελούν σημαντικούς υποστηρικτές των δράσεων συντήρησης, αφού μόνον το 2010, δώρισαν 225.000 δολάρια στο Σχέδιο Διατήρησης του Οκάπι (Okapi Conservation Project), το 33% του προϋπολογισμού τους.
Τον Μάρτιο του 2013, ιδρύθηκε μια νέα Ομάδα Εμπειρογνωμόνων της Καμηλοπάρδαλης και του Οκάπι (Giraffe and Okapi Specialist Group), που υπάγεται στην IUCN, με σκοπό τον συντονισμό της έρευνας και της διατήρησης και στα δύο είδη Καμηλοπαρδαλιδών και την υποστήριξη της εφαρμογής της στρατηγικής διατήρησης του οκάπι.
Κουλτούρα
Το οκάπι αποτελεί το εθνικό σύμβολο της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, και εμφανίζεται στο έμβλημα του Ινστιτούτου Προστασίας της Φύσης του Κονγκό (Institut Congolais pour la Conservation de la Nature, ICCN) και σε τραπεζογραμμάτια της χώρας. Αποτελεί επίσης τον βασικό χαρακτήρα του παραμυθιού με τίτλο "Το Ντροπαλό Οκάπι" (Ζωή Δαμοπούλου, εκδόσεις Σορόκος, ISBN 9786188334007), που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 2017.
Παραπομπές
- ↑ MSW
- ↑ 2,0 2,1 http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=624949
- ↑ 3,0 3,1 3,2 http://www.iucnredlist.org/details/15188/0
- ↑ Nowak
- ↑ http://oi.uchicago.edu/collections/photographic-archives/persepolis/apadana
- ↑ Hart 2013
- ↑ Kingdon
- ↑ 8,0 8,1 8,2 8,3 Quinn et al
- ↑ 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 Hart
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Οκτωβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2014.
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Σεπτεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2014.
- ↑ The Okapi Mysterious Animal of Congo-Zaire, Susan Lyndaker Lindsey, Mary Neel Green & Cynthia L. Bennett, University of Texas Press 1999
- ↑ http://animaldiversity.ummz.umich.edu/site/accounts/information/Okapia_johnstoni.html
- ↑ Nixon
- ↑ Hicks
- ↑ East
- ↑ Petric
Πηγές
- East, R. 1999. African Antelope Database 1999. IUCN, Gland, Switzerland and Cambridge, UK.
- Gilman International Conservation. 2010. Annual Report. Gilman Intenational Conservation. Available at http://www.theokapi.org.
- Hart, J., Beyers, R., Grossmann, F., Carbo, M., Dino, S. and Kahindo, F. 2008. La Réserve de Faune à Okapis. La distribution et fréquence de la grande faune et des activités humaines. Avec une évaluation de l'impact de 10 ans de conflit: 1996 - 2006. Wildlife Conservation Society. Inventory Monitoring Unit, Technical report no. 9, New York, USA.
- Hart, J.A. 2013. Okapia johnstoni. In: J.S. Kingdon and M. Hoffmann (eds), The Mammals of Africa. Volume 6: Pigs, Deer, Giraffe, Bovids and Hippos, pp. 110–115. Bloomsbury Publishing, London, UK.
- Hicks, T.C. 2010. A chimpanzee mega-culture? Exploring behavioral continuity in Pan troglodytes schweinfurthii across northern DR Congo. PhD Thesis. University of Amsterdam, The Netherlands.
- IUCN. 2013. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2013.2). Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: September 2014).
- Kingdon, J. 1979. East African Mammals. Volume IIIB. Academic Press, New York.
- Nixon, S. and Lusenge, T. 2008. Conservation status of okapi in Virunga National Park, Democratic Republic of Congo. Zoological Society of London. Conservation Report 9., London, UK.
- Nixon, S.C. 2010. Participatory assessment of Grauer's eastern gorilla and other wildlife in the Lubutu sector of Maiko National Park and adjacent forests. Fauna & Flora International. Unpublished report, Cambridge, UK.
- Nowak, Ronald M. (1999) Walker's Mammals of the World. 6th ed. p. 1085.
- Petric, A. (ed.). 2012. Proceedings of the International Okapi Meeting, Jacksonville Zoo, 8-11 November 2012. Jacksonville Zoo, Jacksonville, Texas.
- Quinn, A., Queslin, E. and Kümpel, N. 2013. Conservation status review of the okapi. Zoological Society of London, London, UK.
- Wilson & Reader’s Mammal Species of the World, 3rd edition
|