Αρωματικοί υδρογονάνθρακες



«Αρωματικοί υδρογονάνθρακες» χαρακτηρίζονται οι κυκλικοί υδρογονάνθρακες που εμφανίζουν μια σειρά χαρακτηριστικών ιδιοτήτων που είναι γνωστές με τη συνοπτική ονομασία «αρωματικός χαρακτήρας».

Οι αρωματικοί υδρογονάνθρακες διακρίνονται σε «αρένια» ή «βενζολιοειδείς», που περιέχουν έναν ή περισσότερους εξαμελείς δακτυλίους βενζολίου, και σε «μη βενζολιοειδείς» που δεν έχουν κανέναν.

Ιστορία

Από τα μέσα του 19ου αιώνα ήταν ήδη γνωστή η ύπαρξη μεγάλης κατηγορίας οργανικών ενώσεων με σαφείς διαφορετικές ιδιότητες εκείνων των αλειφατικών ενώσεων που αν και παρουσίαζαν ακόρεστο χαρακτήρα δεν αντιδρούσαν ως ακόρεστες ενώσεις. Παρουσίαζαν ευχάριστη οσμή αφού μπορούσαν να εξαχθούν από αρωματικά έλαια γαρίφαλων, κανέλας, βανίλιας κ.λπ. εξ ου και αρχικά η ονομασία τους.

Το 1861, ένας Αυστριακός χημικός, ο Ιωσήφ Λόσμιντ (Josef Loschmidt), αναγνώρισε πως πολλές αρωματικές ενώσεις μπορούσαν επίσης να παραχθούν από το βενζόλιο, με αντικατάσταση ενός ή περισσοτέρων ατόμων του υδρογόνου, από άλλα άτομα ή ομάδες ατόμων. Μετά την παρατήρηση αυτή ο όρος αρωματικός έχασε την αρχική σημασία, όπου για τους χημικούς σημαίνει πλέον κάθε ένωση προϊόν του βενζολίου, αν και όχι μόνο.

Στη δεκαετία του 1930 η έννοια της αρωματικότητας διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο επί των διακρίσεων των αρωματικών υδρογονανθράκων. Ήταν η εποχή που άρχισε να μελετάται η χημεία των αρωματικών ενώσεων κυρίως στην Αγγλία και Γερμανία κατά την παραγωγή φωταερίου και του κοκ από την ξηρή απόσταξη των λιθανθράκων. Η λιθανθρακόπισσα που αποτελεί προϊόν τέτοιας κατεργασίας περιέχει περίπου 25% (κατά βάρος) αρωματικούς υδρογονάνθρακες. Σήμερα περισσότερο από το 80% της παραγωγής τους βασίζεται στο πετρέλαιο.